ἀνέξοιστος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(4) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνέξοιστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να φανερώσει, [[άρρητος]], [[απόρρητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>εξοιστός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εκφέρω]]) «αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να εκφράσει, να προφέρει»]. | |mltxt=[[ἀνέξοιστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να φανερώσει, [[άρρητος]], [[απόρρητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>εξοιστός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εκφέρω]]) «αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να εκφράσει, να προφέρει»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνέξοιστος:''' не подлежащий разглашению Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not to be expressed, ineffable, ib.728d, Gorg.(?)ap.S.E.M.7.82, Jul.Or.5.158d.
German (Pape)
[Seite 224] nicht herauszubringen, Plut. Symp. 8, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέξοιστος: -ον, = ἀνέκφορος, ὃν δὲν πρέπει νὰ ἐξενέγκῃ, νὰ φανερώσῃ, ἀλλ’ ἐκεῖνό γε δοκῶ μήτ’ ἄρρητον εἶναι μήτ’ ἀνέξοιστον πρὸς ἑτέρους Πλούτ. 2. 728D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ 7. 82.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne doit pas divulguer.
Étymologie: ἀ, ἐξοίσομαι, v. ἐκφέρω.
Spanish (DGE)
-ον
incomunicable ἀ. καὶ ἀνερμήνευτον τῷ πέλας Gorg.B 3, cf. Plu.2.728d, Iul.Or.8.158d.
Greek Monolingual
ἀνέξοιστος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φανερώσει, άρρητος, απόρρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εξοιστός (< εκφέρω) «αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκφράσει, να προφέρει»].
Russian (Dvoretsky)
ἀνέξοιστος: не подлежащий разглашению Plut.