ἀνεξέταστος: Difference between revisions
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνεξέταστος:''' -ον ([[ἐξετάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη εξεταζόμενος ή ανακρινόμενος, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν ερευνά, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀνεξέταστος:''' -ον ([[ἐξετάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη εξεταζόμενος ή ανακρινόμενος, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν ερευνά, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεξέταστος:''' <b class="num">1)</b> неисследованный, неразобранный (ἀ. καὶ [[ἀζήτητος]] Aeschin.; ἀ. καὶ [[ἀόριστος]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> не посвященный исследованиям ([[βίος]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not searched out, not inquired into or examined, D.4.36, 21.218, Aeschin.3.22. II without inquiry or investigation, Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ (The unexamined life is not worth living) Pl.Ap.38a. Adv. -τως Ph. 1.550, Plu.2.94d, etc.
German (Pape)
[Seite 223] unerforscht, ungeprüft, βίος Plat. Apol. 58 a; Dem. 4, 36; Sp. – Adv., Stob. flor. 15, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξέταστος: -ον, ὁ μὴ ἐξετασθείς, Δημ. 50. 16., 584. 10, Αἰσχίν. 57. 3. ΙΙ ἄνευ ἐρεύνης ἢ ἐξετάσεως, ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ Πλάτ. Ἀπολ. 38Α. ― Ἐπίρρ. -τως Φίλων 1. 550.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non examiné, non scruté;
2 qui ne recherche pas, qui n’examine pas.
Étymologie: ἀ, ἐξετάζω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no investigado, no examinado, βίος Pl.Ap.38a, οὐδέν Isoc.9.42, D.4.36, Aeschin.3.22, D.21.218, Luc.Abd.8, μίξεις Ph.2.266, πρᾶγμα Ph.2.298, μηδὲν ἀ. ἔσεσθαι παρὰ τῷ θεῷ Athenag.Leg.36.2, γνώμη D.C.56.28.5, δόξα Alex.Aphr.in Metaph.724.16, γράμμα Origenes Fr.Hom.39 in Ier.p.198.6.
2 que no examina μήτε ... ἐνέργει ... ἀνεξέταστος y no actúes sin previo examen M.Ant.3.5.
II adv. -ως sin examinar Ph.1.550, Plu.2.94c, Luc.Cal.26, τὰς ἐντολὰς τοῦ κυρίου ἀ. δεχόμεθα Basil.M.31.888B.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεξέταστος, -ον)
εκείνος που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε εξέταση
νεοελλ.
(Νομ.) (για μάρτυρες) εκείνος που δεν υποβλήθηκε σε ανάκριση από την αρμόδια δικαστική αρχή
αρχ.
αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε.
Greek Monotonic
ἀνεξέταστος: -ον (ἐξετάζω),
I. μη εξεταζόμενος ή ανακρινόμενος, σε Δημ.
II. αυτός που δεν ερευνά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξέταστος: 1) неисследованный, неразобранный (ἀ. καὶ ἀζήτητος Aeschin.; ἀ. καὶ ἀόριστος Dem.);
2) не посвященный исследованиям (βίος Plat.).