ἀζήτητος
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ἀζήτητον, unexamined, untried, Aeschin.3.22, Aristox.Fr.Hist. 15; outside the scope of inquiry, Thphr. Metaph.10. Adv. ἀζητήτως, ἔχειν τῶν θείων Ph.1.96; τῆς αἰτίας Hierocl.inCA10p.437M.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no indagado ἀζήτητον καὶ ἀνεξέταστον οὐδέν ἐστι τῶν ἐν τῇ πόλει Aeschin.3.22, Aristox.Fr.50.34.
2 que no puede ser investigado de ciertos principios filosóficos, Thphr.Metaph.6a.3, de la apariencia como criterio filosófico, S.E.P.1.22, de los designios de Dios, Cyr.Al.M.69.920A.
II que no investiga, que no duda πίστις Cyr.Al.M.73.573B.
III adv. ἀζητήτως = sin examinar, sin indagar, sin dudar ἀ. ἔχεις τῶν θείων Ph.1.96, τῆς αἰτίας Hierocl.in CA 10, πιστεύειν Cyr.Al.Ep.Fest.12.5.21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀζήτητος: -ον, ὁ μὴ ἐξετασθείς, Αἰσχίν. 57. 3. - Ἐπίρρ. ἀζητήτως ἔχειν τινός, Φίλων 1. 96.
Russian (Dvoretsky)
ἀζήτητος: не подлежащий исследованию Aeschin., Sext.
German (Pape)
frei von Untersuchung, Aesch. 3.22; ununtersucht, Sp.; ἀζητήτως ἔχειν τινός, nicht geschickt sein zur Untersuchung, Philo.
Translations
incomprehensible
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий