ἀνθυβρίζω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθυβρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[μεταχειρίζομαι]] υβριστικά ο [[ένας]] τον [[άλλο]], [[ανταποδίδω]] την ύβρη, σε Ευρ., Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνθυβρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[μεταχειρίζομαι]] υβριστικά ο [[ένας]] τον [[άλλο]], [[ανταποδίδω]] την ύβρη, σε Ευρ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθυβρίζω:''' взаимно наносить обиды или отплачивать за обиды (ἀντισκῶψαὶ καὶ ἀνθυβρίσαι Plut.; ὀργίζου [[μέν]], μὴ ἀνθύβριζε δέ Luc.): [[ὅδε]] γὰρ εἰς [[ἡμᾶς]] ὑβρίζει. - Καὶ γὰρ ἀνθυβρίζομαι Eur. ведь он наносит мне обиды. - Но ведь и мне они наносятся.
}}
}}

Revision as of 16:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυβρίζω Medium diacritics: ἀνθυβρίζω Low diacritics: ανθυβρίζω Capitals: ΑΝΘΥΒΡΙΖΩ
Transliteration A: anthybrízō Transliteration B: anthybrizō Transliteration C: anthyvrizo Beta Code: a)nqubri/zw

English (LSJ)

   A abuseone another, abuse inturn, E.Ph.620 (Pass.), Plu. Per.26, Luc.DMeretr.33, etc.

German (Pape)

[Seite 235] dagegen, gegenseitig mißhandeln, beleidigen, Plut. Pericl. 26, oft; Luc. D. Mar. 3. – Pass., Eur. Phoen. 620.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυβρίζω: μέλλ. -ίσω, ἀνταποδίδω τὴν ὕβριν, μεταχειρίζομαι καὶ ἐγὼ μετὰ τρόπου ὑβριστικοῦ, οἱ δὲ Σάμιοι τοὺς αἰχμαλώτους τῶν Ἀθηναίων ἀνθυβρίζοντες ἔστιζον εἰς τὸ μέτωπον γλαῦκας Πλουτ. Περικλ. 26, κτλ.

French (Bailly abrégé)

rendre outrage pour outrage, venger un outrage.
Étymologie: ἀντί, ὑβρίζω.

Spanish (DGE)

insultar, ofender a su vez ΠO. ὅδε γὰρ εἰς ἡμᾶς ὑβρίζει. - ἘT. καὶ γὰρ ἀνθυβρίζομαι Polinices. Este nos ofende. -Eteocles. Y yo a mi vez soy ofendido E.Ph.620, οἱ ... Σάμιοι τοὺς αἰχμαλώτους τῶν Ἀθηναίων ἀνθυβρίζοντες los samios a los prisioneros atenienses insultando a su vez Plu.Per.26, ὀργίζου μέν, μὴ ἀνθύβριζε δέ enfádate, pero no insultes a tu vez Luc.DMeretr.3.3.

Greek Monolingual

ἀνθυβρίζω (Α)
ανταποδίδω τις ύβρεις, βρίζω κι εγώ αυτόν που μ' έβρισε.

Greek Monotonic

ἀνθυβρίζω: μέλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι υβριστικά ο ένας τον άλλο, ανταποδίδω την ύβρη, σε Ευρ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυβρίζω: взаимно наносить обиды или отплачивать за обиды (ἀντισκῶψαὶ καὶ ἀνθυβρίσαι Plut.; ὀργίζου μέν, μὴ ἀνθύβριζε δέ Luc.): ὅδε γὰρ εἰς ἡμᾶς ὑβρίζει. - Καὶ γὰρ ἀνθυβρίζομαι Eur. ведь он наносит мне обиды. - Но ведь и мне они наносятся.