ἀνδρών: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρών:''' -ῶνος, ὁ ([[ἀνήρ]]), τα διαμερίσματα των [[ανδρών]] σ' ένα [[σπίτι]], η [[αίθουσα]] των συμποσίων κ.λπ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· Ιων. [[ἀνδρεών]], σε Ηρόδ., Επικ. -ειών, σε Ανθ.· επίσης [[ἀνδρωνῖτις]], <i>-ιδος</i>, <i>ἡ</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνδρών:''' -ῶνος, ὁ ([[ἀνήρ]]), τα διαμερίσματα των [[ανδρών]] σ' ένα [[σπίτι]], η [[αίθουσα]] των συμποσίων κ.λπ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· Ιων. [[ἀνδρεών]], σε Ηρόδ., Επικ. -ειών, σε Ανθ.· επίσης [[ἀνδρωνῖτις]], <i>-ιδος</i>, <i>ἡ</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρών:''' ῶνος ὁ мужская половина в доме Aesch., Eur., Arph., Xen., Plut.
}}
}}

Revision as of 16:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρών Medium diacritics: ἀνδρών Low diacritics: ανδρών Capitals: ΑΝΔΡΩΝ
Transliteration A: andrṓn Transliteration B: andrōn Transliteration C: andron Beta Code: a)ndrw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A men's apartment in a house, banqueting-hall, Hdt. (v. infr., usually ἀνδρέων, e.g. Hdt. 1.34, al., IG 14.291 (Segesta), etc.; similarly Ep. ἀνδρείων.) εὐτράπεζοι, εὔξενοι, A.Ag.244, Ch.712, cf. E.HF954, X.Smp.1.4, etc. ἀνδρεών (q.v.); Ep. ἀνδρ-ειών (q.v.).

German (Pape)

[Seite 219] ῶνος, ὁ, Wohn- u. Speisezimmer der Männer, Aesch. Ag. 235 Ch. 701; Xen. Conv. 1, 4; Ar. Eccl. 676 τὰ δικαστήρια καὶ τὰς στοὰς ἀνδρῶνας πάντα ποιήσω, zu Speisesälen machen, komisch im Munde der Frauen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρών: -ῶνος, ὁ, τὸ διὰ τοὺς ἄνδρας διαμέρισμα τῆς οἰκίας, ἡ αἴθουσα τῶν συμποσίον, ἢ τὸ δειπνητήριον, κτλ., Ἡρόδ. (ἴδε κατωτ.), κτλ.· εὐτράπεζοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 243, εὔξενοι, Χο. 712, Εὐρ., Ξεν., κτλ.· Ἰων. ἀνδρεὼν Ἡρόδ. 1. 34., 3. 77, καὶ ἀλλ.· Ἐπ. ἀνδρειὼν Ἀνθ. Π. 9. 332: - ὡσαύτως ἀνδρωνῖτις, ιδος, ἡ, Λυσ. 92. 29, Ξεν. Οἰκ. 9. 6: - ἀντιτίθενται τὰ γυναικών, γυναικωνῖτις. ΙΙ. παρὰ Ρωμαίοις, δίοδος μεταξὺ δύο αὐλῶν τῆς οἰκίας, Βιτρούβ. 6. 10 § 52.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
appartement des hommes.
Étymologie: ἀνήρ.

Spanish (DGE)

-ῶνος, ὁ

• Alolema(s): jón. ἀνδρεών Hdt.1.34, 3.77, 4.95, IG 14.291 (Segesta), PLond.978.7 (IV d.C.), PFlor.285.12 (VI d.C.); ἀνδρειών AP 9.322 (Leon.)

• Morfología: [ac. sg. panf. ἀδριιōνα IPamph.3.8 (Silión IV a.C.)]
1 habitación para hombres ἀνδρῶνας εὐτραπέζους A.A.244, εἰς ἀνδρῶνας εὐξένους A.Ch.712, ἐκ τῶν ἀνδρεώνων ἐκκομίσας Hdt.1.34, αὐτοὶ δὲ ἤισαν δρόμῳ ἐς τὸν ἀνδρεῶνα Hdt.3.77, cf. 4.95, E.HF 954, Ar.Ec.676, Fr.72, X.Smp.1.4, IG 11(2).161A.18 (Delos III a.C.), 14.291 (Segesta), PSI 547.14 (III a.C.), PTeb.795.6 (III a.C.), I.BI 2.503, AI 15.199, Babr.136.6, Fest.p.22, Plu.2.148c, Philostr.VA 4.25, PLond.978.7 (IV d.C.), PFlor.285.12 (VI d.C.), Eust.1573.28.
2 en Roma pasillo entre dos habitaciones o patios de una casa Vitr.6.7.5, Plin.Ep.2.17.22.

Greek Monolingual

ἀνδρών, ὁ (Α)
βλ. ανδρώνας.

Greek Monotonic

ἀνδρών: -ῶνος, ὁ (ἀνήρ), τα διαμερίσματα των ανδρών σ' ένα σπίτι, η αίθουσα των συμποσίων κ.λπ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· Ιων. ἀνδρεών, σε Ηρόδ., Επικ. -ειών, σε Ανθ.· επίσης ἀνδρωνῖτις, -ιδος, , σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρών: ῶνος ὁ мужская половина в доме Aesch., Eur., Arph., Xen., Plut.