ἀποπροτέμνω: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπροτέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-προέτᾰμον</i>· [[αποκόπτω]] από, <i>νώτου ἀποπροταμών</i>, [[αφού]] του έκοψε ένα [[κομμάτι]] από τη [[ράχη]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀποπροτέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-προέτᾰμον</i>· [[αποκόπτω]] από, <i>νώτου ἀποπροταμών</i>, [[αφού]] του έκοψε ένα [[κομμάτι]] από τη [[ράχη]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπροτέμνω:''' (part. aor. 2 ἀποπροταμών) отрезывать (τινός Hom.).
}}
}}

Revision as of 17:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπροτέμνω Medium diacritics: ἀποπροτέμνω Low diacritics: αποπροτέμνω Capitals: ΑΠΟΠΡΟΤΕΜΝΩ
Transliteration A: apoprotémnō Transliteration B: apoprotemnō Transliteration C: apoprotemno Beta Code: a)poprote/mnw

English (LSJ)

   A cut off from, νώτου ἀποπροταμών after he had cut a slice from the chine, Od.8.475, cf. Nic.Th.572.

German (Pape)

[Seite 320] (s. τέμνω), von etwas ab- u. vorschneiden, νώτου ἀποπροταμών Od. 8, 475.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπροτέμνω: κόπτω ἀπὸ..., νώτου ἀποπροταμών, ἀποκόψας, ἀφελὼν τεμάχιον ἐκ τῆς ράχεως, Ὀδ. Θ. 475˙ πρβλ. Νικ. Θ. 573.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ἀποπροταμών;
couper une part, une tranche de, gén..
Étymologie: ἀπό, προτέμνω.

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ἀποπροταμών: cut off from; τινός, Od. 8.475†.

Spanish (DGE)

cortar arrancando νώτου ἀποπροταμών después de haber cortado un trozo de espalda, Od.8.475, cf. Nic.Th.572.

Greek Monotonic

ἀποπροτέμνω: μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -προέτᾰμον· αποκόπτω από, νώτου ἀποπροταμών, αφού του έκοψε ένα κομμάτι από τη ράχη, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπροτέμνω: (part. aor. 2 ἀποπροταμών) отрезывать (τινός Hom.).