ἀποπλήρωσις: Difference between revisions
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποπλήρωσις:''' -εως, ἡ, [[εκπλήρωση]], [[ικανοποίηση]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀποπλήρωσις:''' -εως, ἡ, [[εκπλήρωση]], [[ικανοποίηση]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποπλήρωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> наполнение (sc. τοῦ ἀγγείου Plut.);<br /><b class="num">2)</b> удовлетворение (τῆς ὀρέξεως Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A filling, satisfying, Plu.2.48c, Porph.Abst.3.18, Jul.Or.4.144d. 2 accomplishment, fulfilment, ἐνέργεια ἡ τοῦ οἰκείου ἔργου ἀ. Dam.Pr.64, cf. Iamb.Myst. 5.26, al.
German (Pape)
[Seite 319] ἡ, das Vollmachen, Erfüllen, Sättigen, Plut. de audit. 10 g. E.; Them. 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλήρωσις: -εως, ἡ, πλήρωσις, ἱκανοποίησις, Πλούτ. 2 .48C, Θεμ. 28: - ἐκπλήρωσις, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de remplir complètement, d’accomplir.
Étymologie: ἀποπληρόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1plenitud, ocupación, llenado οὐ γὰρ ὡς ἀγγεῖον ὁ νοῦς ἀποπληρώσεως ... δεῖται Plu.2.48c, τελεία producida por la oración, Iambl.Myst.5.26, τῆς κατὰ νοῦν θεωρητικῆς ἀποπληρώσεως Dion.Ar.CH M.3.121D.
2 cumplimiento, realización c. gen. τῆς ἐκτίσεως Clem.Al.Strom.6.14.109, ἡ τοῦ οἰκείου ἔργου ἀ. Dam.Pr.64, τῶν κεκελευσμένων Melit.Fr.Pap.49.7
•concr., sin rég. desempeño, función, cargo τὰς ἱερατικὰς τάξεις τε καὶ ἀ. Dion.Ar.EN M.3.500D.
3 c. gen. satisfacción ὀρέξεως Plu.2.132a, cf. Porph.Abst.3.18, Iul.Or.11.144d, τῆς ἀγάπης Gr.Nyss.Hom.in Cant.4 (p.122)
•satisfacción, pago τῆς προχρείας PMasp.158.20 (VI d.C.), cf. PLond.1660.17 (VI d.C.).
II sangría (cf. lat. depletura), DP 7.21.
Greek Monotonic
ἀποπλήρωσις: -εως, ἡ, εκπλήρωση, ικανοποίηση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπλήρωσις: εως ἡ1) наполнение (sc. τοῦ ἀγγείου Plut.);
2) удовлетворение (τῆς ὀρέξεως Plut.).