ἀπόδερμα: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόδερμα:''' -ατος, τό ([[ἀποδέρω]]), [[δέρμα]] που έχει αφαιρεθεί με [[εκδορά]], [[τομάρι]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀπόδερμα:''' -ατος, τό ([[ἀποδέρω]]), [[δέρμα]] που έχει αφαιρεθεί με [[εκδορά]], [[τομάρι]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόδερμα:''' ατος τό содранная кожа, шкура Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. ἀπόδαρμα.
German (Pape)
[Seite 300] τό, das abgezogene Fell, Her. 4, 64.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδερμα: -ατος, το, (ἀποδέρω) τὸ ἀπεκδαρέν, ἀφαιρεθὲν δέρμα, Ἡρόδ. 4. 64.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
peau écorchée.
Étymologie: ἀποδέρω.
Greek Monolingual
ἀπόδερμα, το (Α)
προβιά, τομάρι.
Greek Monotonic
ἀπόδερμα: -ατος, τό (ἀποδέρω), δέρμα που έχει αφαιρεθεί με εκδορά, τομάρι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόδερμα: ατος τό содранная кожа, шкура Her.