βιομήχανος: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[βιομήχανος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδιοκτήτης]] εργοστασίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[έξυπνος]] στο να πορίζεται, να κερδίζει τα [[προς]] το ζην. | |mltxt=ο (Α [[βιομήχανος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδιοκτήτης]] εργοστασίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[έξυπνος]] στο να πορίζεται, να κερδίζει τα [[προς]] το ζην. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βιομήχανος:''' умеющий добывать себе пропитание, трудолюбивый ([[ὄρνις]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A clever at getting a living, Antipho Soph. 41; of birds, Arist.HA616b17, al.
German (Pape)
[Seite 445] Betriebsamkeit sich Lebensunterhalt zu verschaffen, Arist. H. A. 9, 15.
Greek (Liddell-Scott)
βιομήχᾰνος: -ον, εὐφυής, ἐπιτήδειος ἐν τῷ πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 15, 3.
Spanish (DGE)
-ον
hábil para ganarse el sustento Antipho Soph.B 41
•de aves, Arist.HA 616b17.
Greek Monolingual
ο (Α βιομήχανος, -ον)
νεοελλ.
ιδιοκτήτης εργοστασίου
αρχ.
έξυπνος στο να πορίζεται, να κερδίζει τα προς το ζην.
Russian (Dvoretsky)
βιομήχανος: умеющий добывать себе пропитание, трудолюбивый (ὄρνις Arst.).