γέλγη: Difference between revisions
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
(8) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γέλγη]], τα και γέγλη, η (Α)<br /><b>1.</b> τα [[ψιλικά]]<br /><b>2.</b> το ψιλικατζίδικο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης [[λέξη]] άγνωστης ετυμολ. Αναφέρεται σε κουρέλια και παντός είδους [[παλιά]] αντικείμενα. Πιθανώς συνδέεται με το [[γέλγις]]]. | |mltxt=[[γέλγη]], τα και γέγλη, η (Α)<br /><b>1.</b> τα [[ψιλικά]]<br /><b>2.</b> το ψιλικατζίδικο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης [[λέξη]] άγνωστης ετυμολ. Αναφέρεται σε κουρέλια και παντός είδους [[παλιά]] αντικείμενα. Πιθανώς συνδέεται με το [[γέλγις]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γέλγη:''' ῶν τά толкучий рынок, толкучка Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:57, 31 December 2018
English (LSJ)
έων, τά,
A = ῥῶπος, frippery: the market where they are sold, Eup.304, Luc.Lex.3. (γέλγη, ἡ, Ael.Dion.Fr.295, is prob.an error due to Eust.)
German (Pape)
[Seite 479] τά, kleine, kurze Waaren, = ῥῶπος, Eupol. Poll. 9, 47; die Form ἡ γέλγη scheint falsch; auch = Näschereien, u. bei Luc. Lexiph. 3 der Marktplatz dafür.
Greek (Liddell-Scott)
γέλγη: -ῶν, τά, = ῥῶπος, μικραὶ πραγματεῖαι, «ψιλικὰ» ἢ παλαιὰ πράγματα, καὶ ὁ τόπος ἔνθα πωλοῦνται, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5, Λουκ. Λεξιφ. 3. (γέλγη, ἡ, φαίνεται ὅτι εἶναι σφάλμα τῶν γραμμ.).
French (Bailly abrégé)
ῶν (τά) :
marché aux chiffons, aux objets de rebut.
Étymologie: DELG t. pop. sans étym.
Spanish (DGE)
-έων, τά
• Morfología: [ac. sg. fem. γέλγην Eust.927.54]
1 trapería Eup.327, ἐπὶ τὰ γέλγη ἀπαντᾶν Luc.Lex.3.
2 mercadería barata, baratijas, objetos de segunda mano Ael.Dion.ρ 14, Poll.3.127, 7.8, Moer.106, Eust.l.c.
• Etimología: Quizá rel. c. gr. γέλγις aunque semánticamente no se ve.
Greek Monolingual
γέλγη, τα και γέγλη, η (Α)
1. τα ψιλικά
2. το ψιλικατζίδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης λέξη άγνωστης ετυμολ. Αναφέρεται σε κουρέλια και παντός είδους παλιά αντικείμενα. Πιθανώς συνδέεται με το γέλγις].
Russian (Dvoretsky)
γέλγη: ῶν τά толкучий рынок, толкучка Luc.