γαλαθηνός: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γᾰλᾰθηνός:''' -ή, -όν ([[γάλα]], θάω), αυτός που θηλάζει, [[νεαρός]], [[τρυφερός]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· <i>γαλαθηνά</i> (ενν. <i>πρόβατα</i>), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''γᾰλᾰθηνός:''' -ή, -όν ([[γάλα]], θάω), αυτός που θηλάζει, [[νεαρός]], [[τρυφερός]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· <i>γαλαθηνά</i> (ενν. <i>πρόβατα</i>), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλᾰθηνός:''' питающийся (еще) молоком, грудной; находящийся в младенческом возрасте (νεβροὶ νεηγενέες Hom.; πρόβατα Her.; ὕες Arst.; [[ἄρνες]] Theocr.).
}}
}}

Revision as of 18:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλᾰθηνός Medium diacritics: γαλαθηνός Low diacritics: γαλαθηνός Capitals: ΓΑΛΑΘΗΝΟΣ
Transliteration A: galathēnós Transliteration B: galathēnos Transliteration C: galathinos Beta Code: galaqhno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sucking, young, tender, νεβροί Od.4.336, cf. Anacr.51; τέκος Simon.52; ἄρνες Theoc.18.41, J.AJ6.2.2; γαλαθηνά (sc. πρόβατα) Hdt.1.183; (sc. χοιρία) opp. τέλεια, Pherecr.44, cf. Hp.Aff.43, SIG1015.32 (Halic., written γαλαθεινός) ; ἀρνῶν καὶ χοίρων Crates Com.1; ὗς Pherecr.28, cf. Arist.HA603b25; βρέφη Clearch.17, cf. Theoc.24.31. (γάλα, θῆσθαι.)

German (Pape)

[Seite 470] όν, noch Milch saugend, jung, zart (γάλα – θαώ, θῆσθαι, θήσατο); Hom. zweimal, ἔλαφος νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνούς Odyss. 4, 336. 17, 127; – Anacr. bei Ael. N. A. 5, 39; γαλαθηνά Her. 1, 183; βρέφη, Ath. IX, 396 c, wo Bsple aus comic.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλαθηνός: -ή, -όν, βυζαίνων, θηλάζων, νέος, τρυφερός, νεβροὶ Ὀδ. Δ. 336· τέκος Σιμων. 20· ἄρνες Θεόκρ. 18. 41· γαλαθηνὰ (ἐνν. πρόβατα) Ἡρόδ. 1. 183· ἐπὶ θηλαζόντων χοίρων, Κράτ. Γειτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 5· ἔτι δὲ βρέφη Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 396C· ἐπὶ γαλαθεινῷ (sic), ἀντίθ. πρὸς τὸ τῷ τελείῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 32.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui tète encore, càd tout jeune, tendre, délicat.
Étymologie: γάλα, R. θα ou θη, sucer, téter.

English (Autenrieth)

(θῆσθαι): milk-sucking, sucking; νεβροί, Od. 4.336 and Od. 17.127.

Spanish (DGE)

(γᾰλᾰθηνός) -ή, -όν

• Grafía: graf. -θεινός SIG 1015.32 (Halicarnaso III a.C.)
1 de anim. de leche, lechal νεβροί Od.4.336, cf. Anacr.28.2, πρόβατα Hdt.1.183, ἄρνες καὶ χοῖροι Crates Com.1, cf. Theoc.18.41, LXX Si.46.16, 1Re.7.9, I.AI 6.25, IEryth.207.2, 19 (II a.C.), Gal.17(2).69, Orib.2.68.2, 3, 5, 7, op. τέλεα Pherecr.49, cf. Hp.Aff.43, SIG l.c., ὗς Pherecr.33, cf. Arist.HA 603b25, ἔριφοι PCair.Zen.429.17 (III a.C.), αἶγες Orph.L.219, γ. (δέλφαξ) ἀπὸ γάλακτος lechón, DP 4.46, cf. POxy.3634.15 (V d.C.).
2 de niños lactante, niño de pecho τέκος Simon.48.2, βρέφη Clearch.61, ἦθος Simon.38.8.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γαλαθηνός, -ή, -όν)
(για βρέφη και νεογνά ζώων) αυτός που θηλάζει ακόμη, που δεν τρώει ακόμη στερεά τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + θη-, θήσθαι (απρμφ. ενεστ. με σημασία «θηλάζειν») + (επίθημα) -νο-ς κατά το αγανός (πρβλ. επιήρανος, θαλπνός, τιθήνη)].

Greek Monotonic

γᾰλᾰθηνός: -ή, -όν (γάλα, θάω), αυτός που θηλάζει, νεαρός, τρυφερός, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· γαλαθηνά (ενν. πρόβατα), σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλᾰθηνός: питающийся (еще) молоком, грудной; находящийся в младенческом возрасте (νεβροὶ νεηγενέες Hom.; πρόβατα Her.; ὕες Arst.; ἄρνες Theocr.).