γραῖα: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γραῖα:''' Ιων. [[γραίη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ηλικιωμένη [[γυναίκα]], θηλ. του [[γραῦς]], [[γέρων]], (βλ. γεραιά), σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.· <i>γραῖαι δαίμονες</i>, λέγεται για τις Ευμενίδες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ. στις πλάγιες πτώσεις, φθαρμένος, μαραμένος, στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Γραῖαι</i>, <i>αἱ</i>, κόρες του Φόρκυος και της Κητούς, με όμορφα πρόσωπα, [[αλλά]] γκρίζα μαλλιά ήδη από τη γέννησή τους, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''γραῖα:''' Ιων. [[γραίη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ηλικιωμένη [[γυναίκα]], θηλ. του [[γραῦς]], [[γέρων]], (βλ. γεραιά), σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.· <i>γραῖαι δαίμονες</i>, λέγεται για τις Ευμενίδες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ. στις πλάγιες πτώσεις, φθαρμένος, μαραμένος, στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Γραῖαι</i>, <i>αἱ</i>, κόρες του Φόρκυος και της Κητούς, με όμορφα πρόσωπα, [[αλλά]] γκρίζα μαλλιά ήδη από τη γέννησή τους, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γραῖα:''' <b class="num">I</b> эп.-ион. [[γραίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> старая женщина, старуха Hom., Soph., Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> морщинистая пленка (τῶν ἑφθῶν ἀλεύρων Arst.).<br /><b class="num">II</b> adj. f<br /><b class="num">1)</b> старая, престарелая (γυναῖκες, [[μήτηρ]], [[χείρ]] Eur.; ὕες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> древняя: γραῖαι δαίμονες Aesch. = [[Εὐμενίδες]];<br /><b class="num">3)</b> ветхая ([[πήρα]] Theocr.).
}}
}}

Revision as of 18:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραῖα Medium diacritics: γραῖα Low diacritics: γραία Capitals: ΓΡΑΙΑ
Transliteration A: graîa Transliteration B: graia Transliteration C: graia Beta Code: grai=a

English (LSJ)

late Poet. nom. γραίη, Dor. γραία (only gen. sg. in Hom.), ἡ,

   A old woman, Od.1.438, S.Tr.870, E.Tr.465, al.: as Adj., γραῖαι δαίμονες, of the Eumenides, A.Eu.150 (lyr.), cf. 69.    2 as Adj., of things, old, γραίας ἐρείκης Id.Ag.295; γραίας ἀκάνθης S.Fr.868; γραῖαν ὠλένην E.Ion1213; γραίᾳ χερί Id.Hec.877; γραιᾶν πηρᾶν Theoc.15.19; σταφυλὴ γραίη raisins, AP6.231 (Phil.).    3 Γραῖαι, αἱ, the Graiae, with hair grey from their birth, Hes.Th.270, prob. in A.Fr.262.    II = γραῦς 11, scum or skin which forms over boiled milk, etc., Arist.Pr.893b32.    III folds of skin below the navel, Ruf. Onom.99, Poll.2.170.    IV = γραῦς 111, sea-crab, Epich.61.    V = κάρδοπος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 503] ἡ (γεραιά), die Alte, das alte Weib, Hom. einmal, Odyss. 1, 438 γραίης, var. lect. γρηός, s. Scholl.; Soph. Tr. 870 γραῖα; Ar. Th. 1024; Eur. öfter; auch Plat. Lys. 205 d; adj., γραῖα μήτηρ Eur Heracl. 584; Phoen. 1443; γυναῖκες Hec. 323; γραῖαι παλαιαὶ παῖδες Aesch. Eum. 68; vgl. Theocr. 6, 40. 7, 126; übertr., γρ. ἐρείκη Aesch. Ag. 290; ἄκανθα Soph. frg. 748; vgl. γραῖος u. Nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

γραῖα: Ἰων. καὶ Ἐπ. γραίη,ἡ,παρ᾿ ἡμῖν«γρῃά», θηλ. τοῦ γέρων (ἴδε γεραιά), Ὀδ. Α.438,Σοφ. Τρ.870,συχν. παρ᾿ Εὐρ. ὡσαύτως μετ᾿ οὐσιαστ.,γραῖαι δαίμονες , ἐπὶ τῶν Εὐμενίδων ,Αἰσχύλ. Εὐμ. 150, πρβλ. 69. 2) ὡς ἐπίθ. ἐν ταῖς πλαγ. πτώσεσι (πρβλ. γέρων) ,ἐπὶ πραγμάτων , παλαιός,γραίας ἐρείκης ὁ αὐτ.Ἀγ. 295· γραίας ἀκάνθας Σοφ. Ἀποσπ.748· γραῖαν ὠλένην Εὐρ. Ἴωνι 1213· γραίᾳ χερὶ ὁ αὐτ .Ἑκ. 877· γραῖαν πηρᾶν Θεόκρ. 15. 19, πρβλ. W üstem. εἰς 7.126(ἔνθα γραία). 3) Γραῖαι ,αἱ,θυγατέρες τοῦ Φόρκυος καὶ τῆς Κητοῦς ἔχουσαι καλὰ μὲν πρόσωπα,ἀλλὰ κόμην πολιὰν ἐκ γενετῆς ,Ἡσ. Θ.270· ἦσαν δὲ αἱ φύλακες τῶν Γοργόνων , Αἰσχύλ. Ἀποσπ.253· πρβλ. Herm.Opusc. 6.1,168. ΙΙ.ὡς τὸ γραῦς ΙΙ,ὁ ἀφρὸς ἢ ἡ «τσίπα», ἥτις σχηματίζεται κατὰ τὴν βράσιν γάλακτος, χονδροαλεσμένου σίτου κ.τ.τ. ,Ἀριστ. Προβλ. 10.27,1. ΙΙΙ.καρκίνος τις θαλάσσιος,Ἐπίχαρμ.33 Ahr.

French (Bailly abrégé)

ας;
vieux, vieille ; ἡ γραῖα vieille femme.
Étymologie: fém. de *γραῖος, c. γεραιός ; cf. γραῦς.

English (Autenrieth)

old woman, Od. 1.438†.

Greek Monolingual

η
βλ. γριά.

Greek Monotonic

γραῖα: Ιων. γραίη, ἡ,
I. 1. ηλικιωμένη γυναίκα, θηλ. του γραῦς, γέρων, (βλ. γεραιά), σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.· γραῖαι δαίμονες, λέγεται για τις Ευμενίδες, σε Αισχύλ.
2. ως επίθ. στις πλάγιες πτώσεις, φθαρμένος, μαραμένος, στον ίδ., σε Ευρ.
II. Γραῖαι, αἱ, κόρες του Φόρκυος και της Κητούς, με όμορφα πρόσωπα, αλλά γκρίζα μαλλιά ήδη από τη γέννησή τους, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

γραῖα: I эп.-ион. γραίη
1) старая женщина, старуха Hom., Soph., Arph., Plat.;
2) морщинистая пленка (τῶν ἑφθῶν ἀλεύρων Arst.).
II adj. f
1) старая, престарелая (γυναῖκες, μήτηρ, χείρ Eur.; ὕες Arst.);
2) древняя: γραῖαι δαίμονες Aesch. = Εὐμενίδες;
3) ветхая (πήρα Theocr.).