διασκάπτω: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ανατρέπω]] σκάβοντας, με γεν., σε Πλούτ. | |lsmtext='''διασκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ανατρέπω]] σκάβοντας, με γεν., σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασκάπτω:''' срывать, разрушать, сносить (τὰ μακρὰ τείχη Lys.; τοῦ τείχους, sc. [[μέρος]] τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. 3pl. fut.
A -σκάψοντι Tab.Heracl.1.131:—dig through, ἰσθμόν Paus.2.1.5; δ. τὰ τείχη make a breach in them, Lys. 13.14; ῥόως τῷ ὕδατι make a breach for water in the canals, Tab.Heracl. l. c., cf. Ph.Bel.98.27: also c. gen., τοῦ τείχους Plu.Pyrrh. 33; excavate, τάφον Charito 8.7.
German (Pape)
[Seite 602] durchgraben, ganz niederreißen, τὰ μακρὰ τείχη Lys. 13, 14, u. Sp., z. B. τάφον Charit. 8, 7; auch τείχους, ein Stück der Mauer, Plut. Pyrrh. 83.
Greek (Liddell-Scott)
διασκάπτω: σκάπτων διανοίγω ἢ ἀνατρέπω, καταστρέφω, Παυσ. 2. 1, 5· δ. τὰ τείχη Λυσ. 131. 5· ὡσαύτως μετὰ γεν., τοῦ τείχους Πλούτ. Πύρρ. 33.
French (Bailly abrégé)
fouiller, creuser.
Étymologie: διά, σκάπτω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. fut. 3a plu. διασκάψοντι TEracl.1.131 (IV a.C.)]
1 horadar, abrir excavando c. ac. objeto ὅλα τὰ μακρὰ τείχη Lys.13.14, Μίμαντα (ὄρος) Paus.2.1.5, τὸν ἐπέκεινα τόπον Plu.2.924c, cf. D.S.20.36, τόν τε Κορίνθιον Ἰσθμόν Plu.Caes.58, τὴν οἰκίαν Plu.2.213d, τὸν τάφον Charito 8.7.7, τὰ περὶ τὴν ἑστίαν Ael.VH 6.9, en v. pas. Ael.NA 13.6, c. gen. τοῦ τείχους Plu.Pyrrh.33, c. ac. de resultado ὁδὸν στενήν D.S.14.48
•abs. hacer una excavación D.Chr.32.88.
2 desviar por medio de una excavación τὼς ῥόως TEracl.l.c.
3 escarbar (ταῦρος) διασκάπτων τὴν ἐν ποσὶ γῆν Philostr.Iun.Im.4.1.
Greek Monolingual
(AM διασκάπτω)
1. ανοίγω αυλάκι σκάβοντας
2. καταστρέφω, ανατρέπω
3. ανασκάπτω, ξεσκάβω.
Greek Monotonic
διασκάπτω: μέλ. -ψω, ανατρέπω σκάβοντας, με γεν., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διασκάπτω: срывать, разрушать, сносить (τὰ μακρὰ τείχη Lys.; τοῦ τείχους, sc. μέρος τι Plut.).