διασκαριφάομαι: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(Bailly1_2) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>inf. ao.</i> διασκαριφήσασθαι;<br />saper ; <i>fig.</i> ruiner, détruire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], σκαριφάομαι. | |btext=-ῶμαι;<br /><i>inf. ao.</i> διασκαριφήσασθαι;<br />saper ; <i>fig.</i> ruiner, détruire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], σκαριφάομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασκᾰρῑφάομαι:''' досл. подрывать, подкапывать, перен. разрушать (τὰς εὀτυχίας Isocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A sketch in outline: hence, slur over, τὰς εὐτυχίας . . διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν Isoc.7.12. II Act., scratch the ground, of birds, Hsch.
German (Pape)
[Seite 602] dep. med., aufscharren, E. M. τοῖς ὄνυξι σκαλεύειν τὴν γῆν. Dah. = zerstören, auflösen, καὶ διελύσαμεν τὰς εὐτυχίας Isocr. 7, 12.
Greek (Liddell-Scott)
διασκᾰρῑφάομαι: ἀποθ., ἐν περιλήψει περιγράφω ἢ διαγράφω, «τὸ ἐπισεσυρμένως τι ποιεῖν καὶ μὴ μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. σκαριφάομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
inf. ao. διασκαριφήσασθαι;
saper ; fig. ruiner, détruire, acc..
Étymologie: διά, σκαριφάομαι.
Russian (Dvoretsky)
διασκᾰρῑφάομαι: досл. подрывать, подкапывать, перен. разрушать (τὰς εὀτυχίας Isocr.).