δικηφόρος: Difference between revisions

From LSJ
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που αποδίδει [[δικαιοσύνη]], [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], [[Ζεύς]], σε Αισχύλ.· [[ἡμέρα]] δ., η [[ημέρα]] της εκδίκησης, στον ίδ.· ως ουσ., [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], στον ίδ.
|lsmtext='''δῐκηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που αποδίδει [[δικαιοσύνη]], [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], [[Ζεύς]], σε Αισχύλ.· [[ἡμέρα]] δ., η [[ημέρα]] της εκδίκησης, στον ίδ.· ως ουσ., [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκηφόρος:''' несущий возмездие, карающий ([[Ζεύς]], [[ἡμέρα]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 18:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκηφόρος Medium diacritics: δικηφόρος Low diacritics: δικηφόρος Capitals: ΔΙΚΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dikēphóros Transliteration B: dikēphoros Transliteration C: dikiforos Beta Code: dikhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bringing justice, avenging, Ζεύς A.Ag.525; ἡμέρα δ. the day of vengeance, ib.1577; ὁ δ. avenger, opp. δικαστής, Id.Ch.120.

German (Pape)

[Seite 629] Rache bringend, rächend, strafend; Ζεύς Aesch. Ag. 511; ἡμέρα 1559; Ch. 118 πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; Richter od. Rächer?

Greek (Liddell-Scott)

δῐκηφόρος: -ον, ὁ φέρων δικαιοσύνην, ἐκδίκησιν, τιμωρός, ἐκδικητής, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 525· ἡμέρα δ., ἡ ἡμέρα τῆς ἐκδικήσεως, αὐτόθι 1577· ὁ δ., ὁ ἐκδικητής, ἀντίθ. δικαστής, ὁ αὐτ. Χο. 120.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vengeur litt. qui apporte la justice ou la vengeance.
Étymologie: δίκη, φέρω.

Spanish (DGE)

(δῐκηφόρος) -ον
1 justiciero, reparador Ζεύς A.A.525, ἡμέρα δ. día de la justicia A.A.1577.
2 vengador op. δικαστής: πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; ¿hablas de un juez o acaso de un vengador? A.Ch.120.

Greek Monolingual

δικηφόρος, -ον (Α)
τιμωρός, εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -φόρος < φέρω.

Greek Monotonic

δῐκηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που αποδίδει δικαιοσύνη, εκδικητής, τιμωρός, Ζεύς, σε Αισχύλ.· ἡμέρα δ., η ημέρα της εκδίκησης, στον ίδ.· ως ουσ., εκδικητής, τιμωρός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκηφόρος: несущий возмездие, карающий (Ζεύς, ἡμέρα Aesch.).