δύσμικτος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσμικτος]], -ον (Α)<br />Ι. αυτός που δεν έχει σχέσεις, [[συγγένεια]] με άλλον<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δυσμίκτως</i><br /><b>φρ.</b> «δυσμίκτως ἔχω» — [[είμαι]] [[ακοινώνητος]]· | |mltxt=[[δύσμικτος]], -ον (Α)<br />Ι. αυτός που δεν έχει σχέσεις, [[συγγένεια]] με άλλον<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δυσμίκτως</i><br /><b>φρ.</b> «δυσμίκτως ἔχω» — [[είμαι]] [[ακοινώνητος]]· | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσμικτος:''' v. l. [[δύσμεικτος]] 2 трудно смешиваемый, почти несмешивающийся, несовместимый ([[φύσις]] Plat.; τινι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. δύσμεικτος.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu vermischen, zu vereinigen; Plat. Tim. 35 a; Plut. Num. 17; τινί, mit etwas, Phoc. 2; vgl. Poll. 3, 64. 9, 62, πόλις, von einer schwer zugänglichen Bergstadt. – Adv., δυσμίκτως ἔχειν Plut. Symp. 2, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δύσμικτος: -ον, δυσκόλως μιγνυόμενος, μὴ ἔχων συγγένειάν τινα, Πλάτ. Τιμ. 35Α, κτλ. ΙΙ. ἀκοινώνητος· ἐπίρρ., δυσμίκτως ἔχειν Πλούτ. 2, 640D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne se mêle pas ou ne s’unit pas facilement.
Étymologie: δυσ-, μίγνυμι.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -μεικτ- Pl.Ti.35a
I 1difícil de mezclar φύσις Pl.l.c., Plu.2.1012c, cf. Num.17, τὸ σεμνὸν ... τῷ ἐπιεικεῖ δύσμικτον Plu.Phoc.2
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de mezclar οἷον πῦρ καὶ ὕδωρ, διὰ τὸ φύσει δύσμικτον Simp.in Cael.98.1, cf. Gal.8.689.
2 de trato o relación difícil τὰ νέα en matrimonio, Plu.2.754c
•insociable de pers., Poll.5.138.
3 de difícil acceso, escarpado de zonas montañosos, Poll.9.22.
II adv. -ως
1 con dificultad para mezclarse πρὸς τὰ ἄλλα γένη δ. ἔχει, καθάπερ ... τὸ ἔλαιον Plu.2.640d.
2 fig., de pers. de modo intratable, insociable Poll.5.139.
Greek Monolingual
δύσμικτος, -ον (Α)
Ι. αυτός που δεν έχει σχέσεις, συγγένεια με άλλον
II. επίρρ. δυσμίκτως
φρ. «δυσμίκτως ἔχω» — είμαι ακοινώνητος·
Russian (Dvoretsky)
δύσμικτος: v. l. δύσμεικτος 2 трудно смешиваемый, почти несмешивающийся, несовместимый (φύσις Plat.; τινι Plut.).