δύσμαχος: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσμᾰχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), [[δυσπολέμητος]], [[ασυναγώνιστος]], [[ανίκητος]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δύσμᾰχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), [[δυσπολέμητος]], [[ασυναγώνιστος]], [[ανίκητος]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσμᾰχος:''' <b class="num">1)</b> неодолимый ([[τέρας]] Aesch.; [[Θρῇξ]] Eur.; [[θυμός]] Plat.; [[πρᾶγμα]] Dem.; [[πολέμιος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> неприступный ([[ὄρος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> трудный: δ. κρῖναι Aesch. неразрешимый.
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσμᾰχος Medium diacritics: δύσμαχος Low diacritics: δύσμαχος Capitals: ΔΥΣΜΑΧΟΣ
Transliteration A: dýsmachos Transliteration B: dysmachos Transliteration C: dysmachos Beta Code: du/smaxos

English (LSJ)

ον,

   A hard to fight with, unconquerable, X.HG4.2.10 (Comp.), E.Hec.1055 (Sup.); πάντων -ώτατον γυνή Id.Fr.544; of things, A.Pr.921, Pl.Lg.863b, D.1.4, etc.    2 generally, difficult, δ. κρῖναι A.Ag.1561 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu bekämpfen, unbezwinglich, τέρας Aesch. Prom. 921, im superl., wie Eur. Hec. 1055; θυμός Plat. Legg. IX, 863 b; Folgde, z. B. Dem. 1, 4 πρᾶγμα; vgl. Strat. 24 (XII, 182); übh. = schwer, Aesch. Ag. 1561 δύσμαχα δ' ἐστὶ κρῖναι.

Greek (Liddell-Scott)

δύσμᾰχος: -ον, δυσμάχητος, δυσπολέμητος, Αἰσχύλ. Πρ. 921, Εὐρ. Ἑκ. 1055, Πλάτ., κτλ. 2) καθόλου, δύσκολος, δυσχερής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1561.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à combattre, invincible;
2 difficile (à décider).
Étymologie: δυσ-, μάχομαι.

Spanish (DGE)

(δύσμᾰχος) -ον
1 difícil de combatir δυσμαχώτατον τέρας A.Pr.921, θυμός E.Hec.1055, cf. Pl.Lg.863b, Ἔρως, πάντων δυσμαχώτατος θεός E.Fr.430.3, πάντων δυσμαχώτατον γυνή E.Fr.544, cf. 429.3, τὸ πλῆθος E.Hec.884, ἄγρα IG 13.1163.38 (V a.C.), τοῦθ' ὃ δυσμαχώτατόν ἐστι τῶν Φιλίππου πραγμάτων D.1.4, νεότης ... κακὸν δ. Ph.2.574, ἄρκτων γένη Lib.Ep.1399.5
milit. de los lacedemonios, X.HG 4.2.12, de los romanos, Plb.15.15.8, de los galaicos, Str.3.3.2, gener. X.Eq.Mag.8.18
del diablo astuto, pérfido δύσμαχε, πῶς φάος ἦλθες, ἐὼν ζόφος; Gr.Naz.M.37.1398
difícil de conquistar δ. τοῖς ἐπιβουλεύουσιν del Nilo, Isoc.11.13, τὸ γὰρ δυσμαχώτερον, περισπουδαστότερον Gr.Naz.M.36.345A
difícil de persuadir ἀπειρήτων νόος ἀνδρῶν δ. Opp.H.1.220
simpl. difícil, que ofrece resistencia c. inf. ὀνείδη ... δύσμαχα δ' ἐστι κρῖναι son ultrajes que ofrecen resistencia a ser juzgados A.A.1561.
2 que lucha en vano de Aura perseguida por Némesis, Nonn.D.48.452.

Greek Monolingual

δύσμαχος, -ον (Α)
1. δυσπολέμητος
2. ακαταμάχητος
3. δύσκολος.

Greek Monotonic

δύσμᾰχος: -ον (μάχομαι), δυσπολέμητος, ασυναγώνιστος, ανίκητος, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, δύσκολος, δυσχερής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσμᾰχος: 1) неодолимый (τέρας Aesch.; Θρῇξ Eur.; θυμός Plat.; πρᾶγμα Dem.; πολέμιος Plut.);
2) неприступный (ὄρος Plut.);
3) трудный: δ. κρῖναι Aesch. неразрешимый.