ἔγκρισις: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔγκρῐσις:''' -εως, ἡ, [[έγκριση]], [[άδεια]] εισόδου σε αθλητικό αγώνα, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἔγκρῐσις:''' -εως, ἡ, [[έγκριση]], [[άδεια]] εισόδου σε αθλητικό αγώνα, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔγκρῐσις:''' εως ἡ отборочное испытание (τῶν ἀθλητῶν Luc.).
}}
}}

Revision as of 19:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκρῐσις Medium diacritics: ἔγκρισις Low diacritics: έγκρισις Capitals: ΕΓΚΡΙΣΙΣ
Transliteration A: énkrisis Transliteration B: enkrisis Transliteration C: egkrisis Beta Code: e)/gkrisis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐγκρίνω)

   A approval, judgement, IG9(2).338.17 (Epist. Flaminini).    2 examination of athletes before admitting them to a contest, Luc.Pr.Im.11, Artem.1.59, Aristid.Or.29(40).18 (pl.).    II junction, meeting, ἡ ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔ. Alciphr.1.

German (Pape)

[Seite 710] ἡ, 1) Zulassung durch Wahl, bes. zum Wettkampfe (vgl. ἐγκρίνω), Luc. pro imag. 11; Artemidor. 1, 59. – 2) Bei Alciphr. 1, 39 die Stelle, wo die Schenkel u. der Hinterbacken zusammenstoßen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκρισις: -εως, ἡ, (ἐγκρίνω) ἐπιδοκιμασία, ἀποδοχή, ἔγκρισις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 17. 2) ἐξέτασις ἀθλητῶν πρὶν γείνωσι παραδεκτοὶ εἰς τὸν ἀγῶνα, Λουκ. περὶ Εἰκόν. 11. ΙΙ. προσαρμογή, συνένωσις, τὴν ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔγκρισιν (δ. γρ. ἔγκλισιν) Ἀλκίφρων 1. 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
admission après examen à un concours, à une lutte.
Étymologie: ἐγκρίνω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 decisión ἐκ τῶν ὑπ' ἐμοῦ γεγραμμένων ἐγκρίσεων IG 9(2).338.17 (Tesalia II a.C.).
2 selección τῶν ἀθλητῶν para una competición, Luc.Pr.Im.11, cf. Artem.1.59, Aristid.Or.29.18.
3 medic. examen, reconocimiento μετὰ δὲ τὴν ἔγκρισιν Aët.7.35.
4 ἱερὸς ἀγών Sud.

Greek Monotonic

ἔγκρῐσις: -εως, ἡ, έγκριση, άδεια εισόδου σε αθλητικό αγώνα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἔγκρῐσις: εως ἡ отборочное испытание (τῶν ἀθλητῶν Luc.).