ἑκατόμπολις: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑκᾰτόμπολις:''' -ι, η [[χώρα]] που αριθμεί [[εκατό]] πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἑκᾰτόμπολις:''' -ι, η [[χώρα]] που αριθμεί [[εκατό]] πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑκατόμπολις:''' имеющий сто (или множество) городов, стоградный ([[Κρήτη]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ι,
A with a hundred cities, Κρήτη Il.2.649 ; of Laconia, Str.8.4.11 :—also ἑκᾰτοντάπολις [τᾰ], Κρήτη Id.10.4.15.
German (Pape)
[Seite 752] mit hundert Städten; Κρήτη Il. 2, 649; Λακωνική Strab. VIII, 362.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτόμπολις: ι, ἐπὶ χώρα, ἡ ἔχουσα ἑκατὸν πόλεις, οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο Ἰλ. Β. 649, πρβλ. Στράβωνα 362.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιος;
aux cent villes.
Étymologie: ἑκατόν, πόλις.
English (Autenrieth)
hundred-citied, in round numbers (cf. Od. 19.174), epith. of Crete, Il. 2.649†.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτόμπολις) -εως
la que tiene cien ciudades epít. de la isla de Creta Il.2.649, cf. Scyl.Per.47, Seru.Aen.3.106, Isid.Etym.14.6.15, de Esparta, Str.8.4.11
•como adj. λαός ref. los cretenses, Nonn.D.13.227, 378, cf. ἑκατοντάπολις.
Greek Monolingual
ἑκατόμπολις, -ι (Α)
(για χώρες) αυτός που έχει εκατό πόλεις.
Greek Monotonic
ἑκᾰτόμπολις: -ι, η χώρα που αριθμεί εκατό πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατόμπολις: имеющий сто (или множество) городов, стоградный (Κρήτη Hom.).