ἐγκρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. αʹ <i>-έκρυψα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κρύβω]], [[καταχωνιάζω]] μέσα σ' ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φυλάω]] κρυμμένο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐγκρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. αʹ <i>-έκρυψα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κρύβω]], [[καταχωνιάζω]] μέσα σ' ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φυλάω]] κρυμμένο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκρύπτω:''' прятать, скрывать (τί τινι Hom.; τι ἔν τινι Arst.): [[πῦρ]] ἐ. Arph., Arst. сохранять огонь (под пеплом).
}}
}}

Revision as of 19:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκρύπτω Medium diacritics: ἐγκρύπτω Low diacritics: εγκρύπτω Capitals: ΕΓΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: enkrýptō Transliteration B: enkryptō Transliteration C: egkrypto Beta Code: e)gkru/ptw

English (LSJ)

   A hide or conceal in, δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Od.5.488, cf. Sotad.Com.1.29; [ᾠὰ] ἐν δέρματι λαγωοῦ Arist.HA 619b15; τι εἴς τι Ev.Matt.13.33, Apollod.1.5.1 (Pass.), etc.    2 πῦρ ἐ. bank it up, Ar.Av.841.    3 Med., hide oneself, μελάθροις Nonn.D.32.285.

German (Pape)

[Seite 710] verstecken, verbergen in Etwas, δαλὸν σποδιῇ Od. 5, 488; ἐν δέρματι ἐγκρύψαι τι Arist. H. A. 9, 33; Ap. Rh. 1, 170; πῦρ ἔγκρυπτ' ἀεί Ar. Av. 841, halte es immer darin verborgen; ὥςπερ δαλὸν εἰς πολλὴν τέφραν Sotad. Ath. VII, 293 (v. 29). – Med., sich verbergen, θαλάσσῃ, im Meere, Nonn. D. 2, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκρύπτω: μέλλ. -ψω, ἀόρ. α΄ ἐνέκρυψα, ἀορ. β΄ μετοχ. θηλ. ἐγκρῠβοῦσα Ἀπολλόδ. 3. 13, 6: ― κρύπτω, κρύπτω ἐντός, δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Ὀδ. Ε. 488· τὸ ᾠὸν ἐν δέρματι λαγωοῦ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 33· τι εἴς τι Ἀπολλόδ. 1. 5, 1, κτλ. 2) πῦρ ἐγκρ., φυλάττειν κεκρυμμένον, «παραχωμένον», Ἀριστοφ. Ὄρν. 841.

French (Bailly abrégé)

f. ἐγκρύψω, ao. ἐνέκρυψα;
pf. Pass. ἐγκέκρυμμαι;
cacher dans : τί τινι cacher une chose dans une autre.
Étymologie: ἐν, κρύπτω.

English (Autenrieth)

aor. ἐνέκρυψε: hide in, bury in, δᾶλὸν σποδιῇ Od. 5.488†.

Spanish (DGE)

I tr.
1 esconder, ocultar, meter c. ac. de concr. δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Od.5.488, σίδην ἐς σποδὸν ἐγκρύψασα Hp.Nat.Mul.15, cf. 69, Sotad.Com.1.29, Thphr.Ign.23, ἐν δέρματι λαγωοῦ ἢ ἀλώπεκος ἐγκρύψαν los huevos para que se incuben, Arist.HA 619b15, (βρέφος) εἰς τὸν ἑαυτοῦ μηρὸν ἐγκρύψαι Zeus a Dioniso, D.S.3.64, ὁ ἐγκρύπτων εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ χεῖρας ἀδίκως LXX Pr.19.24, (ζύμην) ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία Eu.Matt.13.33, τὴν τιμὴν ... τοῖς σακκίοις I.AI 2.124, ἑαυτὸν ἐγκρύψας Hld.2.20.3, en v. pas. τὸ βρέφος ... εἰς πῦρ ἐγκεκρυμμένον Apollod.1.5.1
c. ac. de abstr. τὸν λόγον ἐγκρύπτων ὡς πάθος αἰσχρότατον AP 10.98 (Pall.), en v. pas. φθόνος ... ἐγκρυπτόμενος odio que se oculta D.S.10.26, τὴν γοητείαν τὴν ἐγκεκρυμμένην αὐτοῖς de los misterios, Clem.Al.Prot.2.12, ὁ ἐγκεκρυμμένος θησαυρός del sentido de las Sagradas Escrituras, Chrys.M.53.106
fig. πῦρ ἀμαρύσσων ἐγκρύψαι μεμαώς deseando ocultar el fuego de su mirada, h.Merc.416
meter en una fosa, enterrar para dar baños de arena αὐτοὺς ... εἰς τὸν παρακείμενον βόθρον Herod.Med. en Orib.10.8.7, c. predic. del compl. dir. κατακειμένους μὲν ἐγκρύψομεν τούς τε ἀσθματικούς Herod.Med. en Orib.10.8.9.
2 guardar entre ceniza τὸ πῦρ ἔγκρυπτ' Ar.Au.841, en v. pas. τῷ ἐγκρυπτομένῳ ... πυρί Arist.Iuu.470a16, cf. Thphr.Ign.19
de donde cocer, asar alimentos ἐν βολβίτοις κόπρου ἀνθρωπίνης ἐγκρύψεις αὐτά LXX Ez.4.12, τὰς βαλάνους ... κατὰ τὴν θερμὴν σποδιὰν ἐγκρύβοντες Gal.6.620.
II intr. en v. med. ocultarse, esconderse Κίμων ... εἰς θάμνον Aeschin.Ep.10.4, Νύμφαι ... μελάθροις Nonn.D.32.285.

English (Strong)

from ἐν and κρύπτω; to conceal in, i.e. incorporate with: hid in.

Greek Monolingual

ἐγκρύπτω και ἐγκρύβω (Α)
1. κρύβω μέσα
2. κρατώ κάτι κρυμμένο.

Greek Monotonic

ἐγκρύπτω: μέλ. -ψω, αόρ. αʹ -έκρυψα·
1. κρύβω, καταχωνιάζω μέσα σ' ένα μέρος, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
2. φυλάω κρυμμένο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκρύπτω: прятать, скрывать (τί τινι Hom.; τι ἔν τινι Arst.): πῦρ ἐ. Arph., Arst. сохранять огонь (под пеплом).