ἐπαρτής: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπαρτής:''' -ές ([[ἀρτάω]]), [[έτοιμος]] για [[εργασία]], εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἐπαρτής:''' -ές ([[ἀρτάω]]), [[έτοιμος]] για [[εργασία]], εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαρτής:''' готовый, снаряженный (ἑταίροι Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (cf. sq.)
A ready-equipped, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι Od.8.151, cf. 14.332; νῆες, ἐδωδή, A.R.1.235, 3.299. II (ἐπαρτάω) depending, ἐπαρτέες ἐκ νεφελάων . . πηγυλίδες Orph.Fr.270.1 (s. v. l.).
German (Pape)
[Seite 905] ές, bereit, gerüstet, fertig; ἑταῖροι Od. 8, 151; νῆες Ap. Rh. 1, 234; δαίς 2, 1177 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρτής: -ές, (ἀρτέομαι) ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι, «ἕτοιμοι, ἐπηρτησμένοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 151, πρβλ. Ξ. 332, Τ. 289· νῆες, ἐδωδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 234, Γ. 299.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
préparé, prêt.
Étymologie: ἐπί, ἀρτάω.
English (Autenrieth)
ές (root ἀρ): equipped, ready. (Od.)
Greek Monolingual
ἐπαρτής, -ές (Α)
1. έτοιμος, προετοιμασμένος («ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῑροι», Ομ. Οδ.)
2. εξαρτημένος, κρεμασμένος από κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτώ «κρεμώ, εξαρτώ»].
Greek Monolingual
ο
ναυτ. όργανο για ανύψωση βαρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. αρ- (αίρω < αργω) + επίθημα -της].
Greek Monotonic
ἐπαρτής: -ές (ἀρτάω), έτοιμος για εργασία, εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαρτής: готовый, снаряженный (ἑταίροι Hom.).