ἐπενδίδωμι: Difference between revisions
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπενδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]], [[δίνω]] [[επιπλέον]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐπενδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]], [[δίνω]] [[επιπλέον]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπενδίδωμι:''' давать сверх (чего-л.), прибавлять: ἐ. τρίτην τινί Aesch. нанести третий удар кому-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A give over and above, ἐ. τρίτην I put in yet a third blow, A. Ag.1386.
German (Pape)
[Seite 915] (s. δίδωμι), noch dazu, daraufgeben, Aesch. Ag. 1359.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπενδίδωμι: μέλλ. -δώσω, δίδω ἐπὶ πλέον, πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι (πληγήν), ἐπιπροστίθημι καὶ τρίτον κτύπημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1386. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπενδόμενοι· ἐπεοειδόμενοι».
French (Bailly abrégé)
donner en outre.
Étymologie: ἐπί, ἐνδίδωμι.
Greek Monolingual
ἐπενδίδωμι, (Α)
1. δίνω επί πλέον («πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι» — και πεσμένο τον χτυπώ για τρίτη φορά, του δίνω και το τρίτο χτύπημα, Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἐπενδίδωμι: μέλ. -δώσω, δίνω επιπλέον, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπενδίδωμι: давать сверх (чего-л.), прибавлять: ἐ. τρίτην τινί Aesch. нанести третий удар кому-л.