Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπεισοδιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισοδιώδης]], -ες (Α) [[επεισόδιο]]<br /><b>1.</b> παραφορτωμένος με επεισόδια («τῶν δὲ ἁπλῶν μύθων καὶ πράξεων αἱ ἐπεισοδιώδεις εἰσὶν χείριστοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασύνδετος]], [[ασυνάρτητος]] λογικά.
|mltxt=[[ἐπεισοδιώδης]], -ες (Α) [[επεισόδιο]]<br /><b>1.</b> παραφορτωμένος με επεισόδια («τῶν δὲ ἁπλῶν μύθων καὶ πράξεων αἱ ἐπεισοδιώδεις εἰσὶν χείριστοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασύνδετος]], [[ασυνάρτητος]] λογικά.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισοδιώδης:''' <b class="num">1)</b> эпизодический, несвязный ([[μῦθος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> изобилующий эпизодическими вставками ([[ὥσπερ]] μοχθερὰ [[τραγῳδία]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 20:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισοδιώδης Medium diacritics: ἐπεισοδιώδης Low diacritics: επεισοδιώδης Capitals: ΕΠΕΙΣΟΔΙΩΔΗΣ
Transliteration A: epeisodiṓdēs Transliteration B: epeisodiōdēs Transliteration C: epeisodiodis Beta Code: e)peisodiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A episodic, incoherent, μῦθος Id.Po.1451b34: metaph., οὐκ ἔοικεν ἡ φύσις ἐ. οὖσα ὥσπερ μοχθηρὰ τραγῳδία Id.Metaph.1090b19, cf. Dam.Pr.279. Adv. -δῶς Ascl.in Metaph.142.28.    II = ἐπεισόδιος 1, adventitious, οὐ γὰρ ἔξωθεν ἐπίκτητος οὐδ' ἐ. Porph.Sent.36; ἐ. καὶ δευτέραν συνεπομένην ὑπόστασιν Iamb.Protr.3; ἐ. καὶ συμβεβηκός Dam.Pr.14; ἐ. καὶ ἀλλαχόθεν ἐφῆκον Procl.Inst.19.

German (Pape)

[Seite 912] ες, episodisch, μῦθος, erkl. Arist. poet. 9 ἐν ᾧ τὰ ἐπεισόδια μετ' ἄλληλα οὔτ' εἰκὸς οὔτε ἀνάγκη εἶναι; vgl. Metaphys. 13, 3; – Sp. auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισοδιώδης: -ες, (εἶδος) ἀσυνάρτητος, ἀσύνδετος, ἀσύναπτος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 3, 9. ΙΙ. πλήρης ἐπεισοδίων, λέγω δὲ ἐπεισοδιώδη μῦθον ἐν ᾧ τὰ ἐπεισόδια μετάλληλα οὔτ’ εἰκὸς οὔτ’ ἀνάγκη εἶναι ὁ αὐτὸς ἐν τῇ Ποιητ. 9. 11.

Greek Monolingual

ἐπεισοδιώδης, -ες (Α) επεισόδιο
1. παραφορτωμένος με επεισόδια («τῶν δὲ ἁπλῶν μύθων καὶ πράξεων αἱ ἐπεισοδιώδεις εἰσὶν χείριστοι», Αριστοτ.)
2. ασύνδετος, ασυνάρτητος λογικά.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισοδιώδης: 1) эпизодический, несвязный (μῦθος Arst.);
2) изобилующий эпизодическими вставками (ὥσπερ μοχθερὰ τραγῳδία Arst.).