ἐπιθέω: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] προς ή [[κατόπιν]] κάποιου, [[κυνηγώ]], σε Ηρόδ., Ξεν. | |lsmtext='''ἐπιθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] προς ή [[κατόπιν]] κάποιου, [[κυνηγώ]], σε Ηρόδ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιθέω:''' <b class="num">1)</b> (по чему-л.) бежать (τὰ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἐπιθέοντα ζωδάρια Arst.; ὁλκὰς διὰ θαλάσσης ἐπιθέουσα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> совершать набег или нападение, бросаться Her., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> бежать вслед, преследовать (ἐπιθέων ἐκβοάτω, sc. ὁ [[κυνηγέτης]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A run upon, at or after, Hdt.9.107, X.Cyn.6.10: abs., App. Hisp.90; ἐ. πρὸς τὴν μάχην Hdn.6.7.8. 2. metaph., ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη Plot.2.9.6; to be diffused over, πᾶσι τοῖς ἀληθέσι Id.5.3.17, al. II. run upon the surface of water, Arist.HA551b22.
German (Pape)
[Seite 943] (s. θέω), herbei-, herzulaufen, ὁλκάς Plut. Marc. 14; bes. feindlich, Her. 9, 107; πρὸς τὴν συσταδὸν μάχην Hdn. 6, 7, 19; verfolgen, vom Jäger, Xen. Cyn. 8, 10; Folgde; τινά, App. Hisp. 27.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐπέθεον;
courir vers ou contre.
Étymologie: ἐπί, θέω.
Greek Monolingual
ἐπιθέω (Α)
1. προστρέχω σε κάποιον, τρέχω προς το μέρος κάποιου ή μετά από κάποιον («καὶ ἐπιθέων μὲν ἐκβοάτω», Ξεν.)
2. μτφ. κυκλοφορώ, διαδίδομαι, είμαι διάσπαρτος («ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη», Πλωτίν.)
3. τρέχω πάνω σε μια επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θέω «τρέχω»].
Greek Monotonic
ἐπιθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω προς ή κατόπιν κάποιου, κυνηγώ, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθέω: 1) (по чему-л.) бежать (τὰ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἐπιθέοντα ζωδάρια Arst.; ὁλκὰς διὰ θαλάσσης ἐπιθέουσα Plut.);
2) совершать набег или нападение, бросаться Her., Plat.;
3) бежать вслед, преследовать (ἐπιθέων ἐκβοάτω, sc. ὁ κυνηγέτης Xen.).