ἐπινῶς: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(13)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπινῶς]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ([[κατά]] το [[λεξικό]] [[Σούδα]]) [[λίαν]] (πιθ. εσφ. [[γραφή]] [[αντί]] <i>ἐπιμανῶς</i><br />σφοδρά, εμμανώς, με [[πάθος]]).
|mltxt=[[ἐπινῶς]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ([[κατά]] το [[λεξικό]] [[Σούδα]]) [[λίαν]] (πιθ. εσφ. [[γραφή]] [[αντί]] <i>ἐπιμανῶς</i><br />σφοδρά, εμμανώς, με [[πάθος]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπινῶς:''' безмерно (ἀγαπᾶν τινα Luc. - v. l. [[ἐπιμανῶς]]).
}}
}}

Revision as of 20:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινῶς Medium diacritics: ἐπινῶς Low diacritics: επινώς Capitals: ΕΠΙΝΩΣ
Transliteration A: epinō̂s Transliteration B: epinōs Transliteration C: epinos Beta Code: e)pinw=s

English (LSJ)

   A = λίαν, Suid.; read by Sch. for ἐπιμανῶς in Luc.VH2.25.

German (Pape)

[Seite 966] = λίαν, Luc. V. Hist. 2, 25, oder nach Schol. = ἐφελκυστικῶς. Man ändert ἐπιμανῶς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινῶς: λίαν Σουΐδ., ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ ἀντὶ ἐπιμανῶς, ἐν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 25· «δεῖ γράφειν ἐπινῶς, ἀλλ. οὐκ ἐπιμανῶς. Σημειοῦ δὲ τὸ ἐπινῶς ἀντὶ τοῦ ἐφελκυστικῶς, ἐπεὶ καὶ τὸ ἐπινάζει τὸ ἐφέλκεται σημαίνει».

French (Bailly abrégé)

adv.
trop.
Étymologie: ἐπινέω².

Greek Monolingual

ἐπινῶς (Α)
επίρρ. (κατά το λεξικό Σούδα) λίαν (πιθ. εσφ. γραφή αντί ἐπιμανῶς
σφοδρά, εμμανώς, με πάθος).

Russian (Dvoretsky)

ἐπινῶς: безмерно (ἀγαπᾶν τινα Luc. - v. l. ἐπιμανῶς).