ἐπινυστάζω: Difference between revisions
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπινυστάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> και <i>-ξω</i>, [[αποκοιμιέμαι]] [[επάνω]] σε, με δοτ., σε Πλούτ., Λουκ. | |lsmtext='''ἐπινυστάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> και <i>-ξω</i>, [[αποκοιμιέμαι]] [[επάνω]] σε, με δοτ., σε Πλούτ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπινυστάζω:''' (над чем-л.) задремать, склониться в дремоте ([[μικρόν]] Luc.): ἐπινυστάξαι τοῖς σιτίοις Plut. задремать после ужина. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A drop asleep over, τοῖς σιτίοις Plu.Brut.36: abs., Luc. Bis Acc.2, Agath.4.18.
German (Pape)
[Seite 966] (s. νυστάζω), darüber einschlafen, τινί, Plut. Brut. 36; Luc. bis acc. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινυστάζω: μέλλ. -σω καὶ -ξω, νυστάζω ἐπί, ἀποκοιμῶμαι ἐπάνω εἴς τι, τινὶ Πλουτ. Βροῦτ. 36· ἀπολ., Λουκ. Δὶς Κατηγ. 2.
French (Bailly abrégé)
laisser tomber sa tête de sommeil sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, νυστάζω.
Greek Monolingual
ἐπινυστάζω (AM)
νυστάζω, αποκοιμιέμαι πάνω σε κάτι («ἀφ’ ἑσπέρας ἐπινυστάξειε τοῑς σιτίοις», Πλούτ.)
μσν.
αδιαφορώ για κάτι, παραμελώ κάτι.
Greek Monotonic
ἐπινυστάζω: μέλ. -σω και -ξω, αποκοιμιέμαι επάνω σε, με δοτ., σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινυστάζω: (над чем-л.) задремать, склониться в дремоте (μικρόν Luc.): ἐπινυστάξαι τοῖς σιτίοις Plut. задремать после ужина.