ἐπικράζω: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικράζω:''' παρακ. <i>-κεκρᾱγα</i>, [[φωνάζω]] σε ή προς, <i>τινί</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐπικράζω:''' παρακ. <i>-κεκρᾱγα</i>, [[φωνάζω]] σε ή προς, <i>τινί</i>, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικράζω:''' вторить или подбодрять криками (ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσιν Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A shout to or at, τινί Luc.Anach.16 (pf. part. ἐπικεκρᾱγότες): aor. 1 inf. ἐπικράξαι Ps.-Luc.Philopatr.1.
German (Pape)
[Seite 952] (s. κράζω), zuschreien, τινί; ἐπικεκραγότες Luc. Anach. 16; ἐπικεκράχθω Poll. 5, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικράζω: μέλλ. -κράξω ᾱ, κράζω πρός τινα, ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσι Λουκ. Ἀνάχ. 16˙ ἀόρ. ἐπέκραξα Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 1.
French (Bailly abrégé)
ao. inf. ἐπικράξαι, pf. ἐπικέκραγα;
crier sur ou contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, κράζω.
Greek Monolingual
ἐπικράζω (Α) κράζω
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω προς κάποιον, φωνάζω υπέρ ή εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἐπικράζω: παρακ. -κεκρᾱγα, φωνάζω σε ή προς, τινί, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικράζω: вторить или подбодрять криками (ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσιν Luc.).