ἐπιστρατεία: Difference between revisions
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιστρᾰτεία:''' Ιων. -ηΐη, ἡ, [[πορεία]], [[προέλαση]] ή [[εκστρατεία]] [[εναντίον]], σε Ηρόδ.· με γεν., σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐπιστρᾰτεία:''' Ιων. -ηΐη, ἡ, [[πορεία]], [[προέλαση]] ή [[εκστρατεία]] [[εναντίον]], σε Ηρόδ.· με γεν., σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιστρᾰτεία:''' ион. [[ἐπιστρατηΐη]] ἡ поход (σὺν Κύρῳ Xen.): ἡ τῶν Πλαταιῶν ἐ. Thuc. поход против Платей. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. ἐπιστρᾰτ-ηΐη, ἡ,
A march or expedition against, Hdt.9.3; τῶν Πλαταιῶν against Plataea, Th.2.79; σὺν Κύρῳ X.An.2.4.1.
German (Pape)
[Seite 985] ἡ, ion. ἐπιστρατηΐη, Her. 9, 3, der Feldzug gegen Jemand, τῶν Πλαταιέων, gegen die Pl., Thuc. 2, 79; Xen. An. 2, 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστρᾰτεία: Ἰων. -ηΐη, ἡ, ἐπιστρατεία ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 9. 3· τῶν Πλαταιῶν, κατὰ τῶν Πλ., Θουκ. 2. 79· σὺν Κύρῳ Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
expédition contre.
Étymologie: ἐπιστρατεύω.
Greek Monolingual
η (Α ἐπιστρατεία και ἐπιστρατηΐη) επιστρατεύω
νεοελλ.
επιστράτευση
αρχ.-μσν.
εκστρατεία.
Greek Monotonic
ἐπιστρᾰτεία: Ιων. -ηΐη, ἡ, πορεία, προέλαση ή εκστρατεία εναντίον, σε Ηρόδ.· με γεν., σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστρᾰτεία: ион. ἐπιστρατηΐη ἡ поход (σὺν Κύρῳ Xen.): ἡ τῶν Πλαταιῶν ἐ. Thuc. поход против Платей.