ἐρι: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(4) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρῐ:''' αχώριστο [[μόριο]], όπως το [[ἀρι-]], για [[επίταση]] της έννοιας μιας λέξης, [[πολύ]], αρκετά. | |lsmtext='''ἐρῐ:''' αχώριστο [[μόριο]], όπως το [[ἀρι-]], για [[επίταση]] της έννοιας μιας λέξης, [[πολύ]], αρκετά. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρῐ:''' неотделяемая усилит. приставка (напр. в [[ἐριαύχην]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1027] ἐρι-, praefixum, = ἀρι-, verstärkt den Begriff der Wörter, denen es vorgesetzt wird, sehr. Die Composita sind meist poetisch, bes. episch u. lyrisch.
English (Autenrieth)
intensive prefix, like ἀρι-]].
Greek Monotonic
ἐρῐ: αχώριστο μόριο, όπως το ἀρι-, για επίταση της έννοιας μιας λέξης, πολύ, αρκετά.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῐ: неотделяемая усилит. приставка (напр. в ἐριαύχην Hom.).