ἀρι-
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
[ᾰ], insep. prefix, like ἐρι-, strengthening the notion conveyed by its compd.: cogn. with ἀρείων, ἄριστος, chiefly denoting goodness, excellence: mostly in older Ep. and Lyr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρῐ-: [ᾰ], ἀχώριστ. προθεματ. Μόρ. ὡς τὸ ἐρι-, ἐνισχῦον τὴν ἰδέαν ἣν ἐκφράζει τὸ μετ’ αὐτοῦ συντιθέμενον: τῆς αὐτῆς ῥίζης μετὰ τῶν λέξεων ἀρείων, ἄριστος, ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. ἕκηλος 9: κατὰ τὸ πλεῖστον παρὰ τοῖς ἀρχαιοτέροις Ἐπ. καὶ Λυρικ. (ἴδε ἐν λ. *ἄρω). ΙΙ. ἴδε ἐν. λ. Ἀριμασποί.
Greek Monolingual
(AM ἀρι-)
προθεματικό, επιτατικό μόριο που χρησιμεύει για να επιτείνει τη σημασία του β' συνθετικού της λέξης στην οποία απαντά και σημαίνει «πολύ, κατεξοχήν» (πρβλ. το συνώνυμο ερι-). Χρησιμοποιείται σε αρκετές λέξεις, κυρίως του αρχαίου ποιητικού λόγου, με ιδιαίτερη έμφαση στον Όμηρο και στους αρχαίους λυρικούς. Πρβλ. αρίδηλος, αριπρεπής
αρχ.
αρίγνωτος, αριδάκρυος κ. αρίδακρυς, αρίζηλος, αριζήλωτος, αριήκοος, αρικύμων, αρισκυδής, αρισφαλής, αρίσωμος, αριφραδής. Αβέβαιης ετυμολογίας. Συνδέεται πιθ. προς τα αρείων, άριστος. Ο συσχετισμός του με το αρχ. ινδ. ari- (στα βεδ. αri-gūrtά, αri-stutά) είναι μεν μορφολογικά δυνατός, αίρεται όμως από τη διαφορετική σημ. του αρχ. ινδ. ari- «ξένος, αλλοδαπός».
Frisk Etymology German
ἀρι-: {ari-}
Meaning: untrennbares verstärkendes Präfix gut, sehr (vorw. poetisch seit Il.)
Composita: in ἀρίγνωτος, -δείκετος, -πρεπής usw.
Etymology: Wohl zu ἄριστος (s. d.) usw. — Die verlockende Gleichung mit aind. ari- in ved. ari-gūrtá-, ari-ṣtutá- (Reuter KZ 31, 594 A. 1, Neisser Zum Wörterbuch des RV 1, 98ff., 2, 19ff.) hängt von der Bedeutung des umstrittenen aind. Präfixes ab; außerdem kommt dafür auch das synonyme ἐρι- in Betracht. — Gegen die Zusammenstellung mit aind. ari- m. Fremder, Fremdling (Thieme Der Fremdling im R̥gveda 159ff.) mit Recht Specht KZ 68, 42f.
Page 1,138