εὐήκοος: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐήκοος:''' -ον ([[ἀκοή]]), αυτός που [[πρόθυμα]] ακούει, λέγεται για τους θεούς, σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐήκοος:''' -ον ([[ἀκοή]]), αυτός που [[πρόθυμα]] ακούει, λέγεται για τους θεούς, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐήκοος:''' дор. Anth. [[εὐάκοος]] 2<br /><b class="num">1)</b> слушающийся, послушный (τῷ λόγῳ Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> склонный внимать, внемлющий (θνατοῖς Anth.);<br /><b class="num">3)</b> легко воспринимаемый слухом, хорошо слышимый ([[φωνή]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> хорошо пропускающий звуки: εὐηκοώτερον ἡ νὺξ τῆς ἡμέρας ἐστίν Arst. ночью звуки слышнее, чем днем. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἐυάκος[ᾱ], ον, (ἀκοή
A hearing well or easily, Hp.Aph.3.17 (Comp.). 2 hearing willingly, obedient, Arist.EN1102b27 (Comp.). 3 inclined to give ear, of the gods, θνατοῖς AP9.316.5 (Leon.), cf. IG12(2).101, 105 (Mytil.); written εὐήκουος, Sammelb.4607.5: generally, inclined, πρὸς μεταβολήν Thphr.CP 2.14.5 (Sup.). Adv. -όως, διακεῖσθαι πρός τι Plb.27.7.7. II Pass., easily heard, audible, Arist.Top.107b2; -οώτερα τὰ τῆς νυκτός Id.Pr. 899a19. 2 pleasant to the ear, agreeable, τὸ εὐ. Demetr.Eloc.48, al.
German (Pape)
[Seite 1067] gut, leicht hörend, Hippocr. u. Folgde; εὐηκοωτέρα ἡ νὺξ τῆς ἡμέρας, in der Nacht hört man leichter als bei Tage, Arist. probl. 11, 5; – leicht auf Etwas hörend, willig Folge leistend, gehorsam, Arist. Eth. 1, 13 u. A. – Von den Göttern, zu erhören geneigt, dor. Form εὐάκοος θνατοῖς, Leon. Tar. 29 (IX, 316); Inscr. – Adv., εὐηκόως διακεῖσθαι πρός τι, gehorsam sein gegen, Pol. 27, 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήκοος: -ον, (ἀκοὴ) ἀκούων καλῶς ἢ εὐκόλως, Ἱππ. Ἀφ. 1247. 2) προθύμως ἀκούων ὑπακούων, εὐπειθής, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 17: - μεταφ., ὑστέραι εὐήκοοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Ἱστ. 10. 1, 7. 3) προθύμως εἰσακούων, ἐπὶ τῶν θεῶν, θνατοῖς Ἀνθ. Π. 9. 316· - καθόλου, κλίνων ἢ ἔχων διάθεσιν, πρὸς μεταβολὴν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 14, 5. - Ἐπιρρ., εὐηκόως διακεῖσθαι πρός τι. Πολύβ. 27. 6, 7. ΙΙ. εὐκόλως ἀκουόμενος, ἀκουστός, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13· εὐηκοώτερα τὰ τῆς νυκτὸς ὁ αὐτ. ἐν Πρβλ. 11. 5. 2) εὐχάριστος εἰς τὸ οὖς, εὐάρεστος μνημονεύεται ἐκ Δημ. τοῦ Φαληρ.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
I. au propre 1 qui entend bien, qui a l’ouïe fine;
2 facile à entendre;
II. fig. 1 docile, obéissant;
2 disposé à écouter, qui exauce;
3 enclin à en gén.
Étymologie: εὖ, γωνία.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐήκοος, -ον
Α και εὐάκοος, -ον)
αυτός που ακούει τα αιτήματα τών άλλων με προσοχή και ευμενή διάθεση («εὐήκοον οὖς»)
αρχ.-μσν.
1. όποιος έχει καλή ακοή, όποιος ακούει καλά
2. εκείνος που εισακούεται από τον θεό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐήκοον
α) η καλή κατάσταση της ακοής
β) η ευμένεια με την οποία ο θεός εισακούει τις προσευχές
αρχ.
1. αυτός που έχει κλίση ή προδιάθεση για κάτι («εὐήκοος πρὸς μεταβολήν»)
2. εκείνος που ακούγεται καθαρά
3. ευχάριστος στην ακοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακούω. Το -η- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. επ-ήκοος, υπ-ήκοος)].
Greek Monotonic
εὐήκοος: -ον (ἀκοή), αυτός που πρόθυμα ακούει, λέγεται για τους θεούς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐήκοος: дор. Anth. εὐάκοος 2
1) слушающийся, послушный (τῷ λόγῳ Arst., Plut.);
2) склонный внимать, внемлющий (θνατοῖς Anth.);
3) легко воспринимаемый слухом, хорошо слышимый (φωνή Arst.);
4) хорошо пропускающий звуки: εὐηκοώτερον ἡ νὺξ τῆς ἡμέρας ἐστίν Arst. ночью звуки слышнее, чем днем.