ζηλήμων: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζηλήμων:''' -ον ([[ζηλέω]]), γεν. <i>-ονος</i>, ζηλιάρης, [[ζηλότυπος]], [[ζηλόφθονος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ζηλήμων:''' -ον ([[ζηλέω]]), γεν. <i>-ονος</i>, ζηλιάρης, [[ζηλότυπος]], [[ζηλόφθονος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζηλήμων:''' 2, gen. ονος завистливый, ревнивый (θεοί Hom.; [[Διόνυσος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (ζηλέω)
A jealous, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Od.5.118; and late Ep., as Call.Dian.30, Opp.C.3.191, Musae.36, 37; μῆνις AP3.7 (Inscr. Cyzic.).
German (Pape)
[Seite 1138] ον, neidisch, von den Göttern, Od. 5, 118; eifersüchtig, bei sp. D., wie Mus. 36; Opp. C. 3, 191, τινός; vgl. Callim. Dian. 30. Auch Dionysus heißt Anth. IX, 524, 7 so. Vgl. ζηλαῖος.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλήμων: -ον, γεν. -ονος (ζηλέω) ζηλότυπος, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Ὀδ. Ε. 118˙ καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὡς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 30, Ὀππ. Κ. 3. 191, Μουσαῖ. 36, 37, Ἀνθ. Π. 3. 7˙ πρβλ. δύσζηλος.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
envieux, jaloux de, gén..
Étymologie: ζῆλος.
English (Autenrieth)
(ζῆλος): jealous, grudging, Od. 5.118†.
Greek Monolingual
ζηλήμων, -ον (Α)
1. φθονερός, ζηλότυπος
2. αυτός που έχει ζήλο, θερμό ενδιαφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + κατάλ. -ημών (πρβλ. αιδ-ήμων, ελε-ήμων)].
Greek Monotonic
ζηλήμων: -ον (ζηλέω), γεν. -ονος, ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλόφθονος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ζηλήμων: 2, gen. ονος завистливый, ревнивый (θεοί Hom.; Διόνυσος Anth.).