ἡμερολεγδόν: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμερολεγδόν:''' ([[λέγω]]), επίρρ., μέσω της αρίθμησης των ημερών, με το [[μέτρημα]] των ημερών, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἡμερολεγδόν:''' ([[λέγω]]), επίρρ., μέσω της αρίθμησης των ημερών, με το [[μέτρημα]] των ημερών, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμερολεγδόν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> считая (в нетерпении) дни Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> в точно высчитанный день: [[δέκα]] μῆνας ἡ. Arst. ровно через десять месяцев.
}}
}}

Revision as of 21:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερολεγδόν Medium diacritics: ἡμερολεγδόν Low diacritics: ημερολεγδόν Capitals: ΗΜΕΡΟΛΕΓΔΟΝ
Transliteration A: hēmerolegdón Transliteration B: hēmerolegdon Transliteration C: imerolegdon Beta Code: h(merolegdo/n

English (LSJ)

Adv., (λέγω)

   A bycount of days, A.Pers.63(anap.); λογεῦσαι PRev.Laws4.1 (iii B.C.); in the form of a diary, ἡ. perscripta omnia, Cic.Att.4.15.3.    2 to the very day, Arist.HA575a27.

German (Pape)

[Seite 1166] nach Tagen gezählt, Tag für Tag, Aesch. Pers. 63 (wo ἡμερόλεγδον geschrieben); auf den Tag zutreffend, Arist. H. A. 6, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερολεγδόν: ἐπιρρ. (λέγω) δι’ ἀριθμήσεως τῶν ἡμερῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 63· ἀκριβῶς, κατὰ τὴν ὡρισμένην ἡμέραν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 21, 3.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en comptant jour par jour;
2 au jour dit, exactement.
Étymologie: ἡμέρα, λέγω³.

Greek Monolingual

ἡμερολεγδόν (Α)
επίρρ.
1. με αρίθμηση τών ημερών
2. με μορφή ημερολογίου
3. σε συγκεκριμένη μέρα, ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -λεγ-δόν (< λέγ-ω), πρβλ. δια-λεγ-δόν].

Greek Monotonic

ἡμερολεγδόν: (λέγω), επίρρ., μέσω της αρίθμησης των ημερών, με το μέτρημα των ημερών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερολεγδόν: adv.
1) считая (в нетерпении) дни Aesch.;
2) в точно высчитанный день: δέκα μῆνας ἡ. Arst. ровно через десять месяцев.