θαρσύς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
(16)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαρσύς]], -εῖα, -ύ (Α)<br />[[τολμηρός]], [[θαρραλέος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θαρσέως]] και <i>θαρσέα</i> (Μ)<br /><b>1.</b> με [[θάρρος]], θαρραλέα<br /><b>2.</b> υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[θρασύς]] (<b>βλ.</b> και [[θαρσύνω]])].
|mltxt=[[θαρσύς]], -εῖα, -ύ (Α)<br />[[τολμηρός]], [[θαρραλέος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θαρσέως]] και <i>θαρσέα</i> (Μ)<br /><b>1.</b> με [[θάρρος]], θαρραλέα<br /><b>2.</b> υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[θρασύς]] (<b>βλ.</b> και [[θαρσύνω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''θαρσύς:''' εῖα, ύ v. l. = [[θρασύς]].
}}
}}

Revision as of 21:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1187] εῖα, ύ, als v. l. von θρασύς, hier und da, s. dieses.

Greek (Liddell-Scott)

θαρσύς: -εῖα, ύ, πλήρης θάρρους, Φίλων 2. 665, διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 77· ἴδε θράσος.

Greek Monolingual

θαρσύς, -εῖα, -ύ (Α)
τολμηρός, θαρραλέος.
επίρρ...
θαρσέως και θαρσέα (Μ)
1. με θάρρος, θαρραλέα
2. υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του θρασύς (βλ. και θαρσύνω)].

Russian (Dvoretsky)

θαρσύς: εῖα, ύ v. l. = θρασύς.