θοόω: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θοόω:''' ([[θοός]] I), μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω [[κάτι]] κοφτερό ή αιχμηρό, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''θοόω:''' ([[θοός]] I), μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω [[κάτι]] κοφτερό ή αιχμηρό, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θοόω:''' (только aor. [[θόωσα]]) заострять: [[ἐγώ]] [[θόωσα]] (sc. τὸ [[ῥόπαλον]]) [[ἄκρον]] Hom. я заострил конец дубины.
}}
}}

Revision as of 21:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοόω Medium diacritics: θοόω Low diacritics: θοόω Capitals: ΘΟΟΩ
Transliteration A: thoóō Transliteration B: thooō Transliteration C: thooo Beta Code: qoo/w

English (LSJ)

(θοός B)

   A make sharp or pointed, Od.9.327; τεθοωμένος Nic. Th.228.    II metaph., in Pass., ἐν πυρὶ φωνὴν τεθοωμένος Hermesian. 7.11; λύσσῃ τεθοωμένος Opp.H.1.557, 2.525.

German (Pape)

[Seite 1214] spitz machen, schärfen; θόωσα Od. 9, 327; sp. D.; τεθοωμένος Nic. Th. 227; Opp. Hal. 1, 557. 2, 525 u. A., auch übertr., anreizen, aufregen.

Greek (Liddell-Scott)

θοόω: μέλλ. ώσω, (θοὸς ΙΙ.) κάμνω τι ὀξὺ ἢ κοπτερόν, «σουβλερόν», ὡς τὸ ὀξύνω, Ὀδ. Ι. 327· τεθοωμένος Νικ. Θηρ. 228. ΙΙ. Παθ., παροργίζομαι, παροξύνομαι, κατά τινος αὐτόθι 28· λύσσῃ, μανίῃ τεθοωμένος Ὀππ. Ἁλ. 1, 557., 2. 525, πρβλ. Ἑρμησιάνακτ. Ἐλεγ. στ. 11.

French (Bailly abrégé)

θοῶ;
aiguiser.
Étymologie: θοός.

English (Autenrieth)

aor ἐθόωσα: make pointed, bring to a point, Od. 9.327†.

Greek Monotonic

θοόω: (θοός I), μέλ. -ώσω, κάνω κάτι κοφτερό ή αιχμηρό, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

θοόω: (только aor. θόωσα) заострять: ἐγώ θόωσα (sc. τὸ ῥόπαλον) ἄκρον Hom. я заострил конец дубины.