Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰατός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰᾱτός:''' -ή, -όν ([[ἰάομαι]]), αυτός που μπορεί να θεραπευτεί, [[θεραπεύσιμος]], [[ιάσιμος]], σε Πίνδ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἰᾱτός:''' -ή, -όν ([[ἰάομαι]]), αυτός που μπορεί να θεραπευτεί, [[θεραπεύσιμος]], [[ιάσιμος]], σε Πίνδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰᾱτός:''' (ῑ) [adj. verb. к [[ἰάομαι]] излечимый, исцелимый (αἱ ἐν ψυχῇ νόσοι Plat.): γίνεται [[τοῦτο]] καὶ ἰατὸν καὶ ἀνίατον Arst. это (заболевание) бывает то излечимо, то неизлечимо.
}}
}}

Revision as of 21:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰᾱτός Medium diacritics: ἰατός Low diacritics: ιατός Capitals: ΙΑΤΟΣ
Transliteration A: iatós Transliteration B: iatos Transliteration C: iatos Beta Code: i)ato/s

English (LSJ)

[ῑ], ή, όν,

   A curable, Pi.I.8(7).15, Pl.Lg.862c,al.

German (Pape)

[Seite 1234] heilbar, wieder gut zu machen, Plat. Legg. V, 731 c IX, 862 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, Πινδ. Ι. 8 (7). 30, Πλάτ. Νόμ. 862C, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
guérissable.
Étymologie: ἰάομαι.

English (Slater)

ῑᾱτός
   1 curable ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά (I. 8.15)

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἰατός, -ή, -όν)
ο ιάσιμος, αυτός που μπορεί να θεραπευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθ. σε -τος του ρ. ιάομαι, -ώμαι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανίατος, δυσίατος, ευίατος].

Greek Monolingual

ἰᾱτος, -ον (Α)
1. ο παρασκευασμένος από ία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰᾱτον
ποτό παρασκευασμένο από μέλι, κρασί και άρωμα ίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ία, πληθ. του ίον «μενεξές»].

Greek Monotonic

ἰᾱτός: -ή, -όν (ἰάομαι), αυτός που μπορεί να θεραπευτεί, θεραπεύσιμος, ιάσιμος, σε Πίνδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἰᾱτός: (ῑ) [adj. verb. к ἰάομαι излечимый, исцелимый (αἱ ἐν ψυχῇ νόσοι Plat.): γίνεται τοῦτο καὶ ἰατὸν καὶ ἀνίατον Arst. это (заболевание) бывает то излечимо, то неизлечимо.