θησαύρισμα: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θησαύρισμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποταμιευθεί, [[θησαυρός]], σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''θησαύρισμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποταμιευθεί, [[θησαυρός]], σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θησαύρισμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> (накопленные) вещи, имущество Soph., pl. Eur.;<br /><b class="num">2)</b> ценность, сокровище: θ. Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. благоуханное сокровище Диониса, т. е. вино;<br /><b class="num">3)</b> скопление, вместилище (κακῶν [[ταμεῖον]] καὶ θ. Democr. ap. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A store, treasure, S.Ph.37, E.El.497, Ion1394, Vett.Val.352.5: metaph., θ. κακῶν Democr.149.
German (Pape)
[Seite 1211] τό, das Gesammelte, Aufbewahrte, der Vorrath; Soph. Phil. 37 Eur. El. 497; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θησαύρισμα: τό, τὸ ἀποταμιευθέν, θησαυρός, Λατιν. Penus, Σοφ. Φιλ. 37, Εὐρ. Ἠλ. 497, Ἴωνι 1394· ― μεταφ., θησ. Κακῶν Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 500D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu’on amasse, trésor, réserve.
Étymologie: θησαυρίζω.
Greek Monolingual
το (ΑΜ θησαύρισμα) θησαυρίζω
1. αποταμίευμα, θησαυρός
2. (ειδ. για φιλολ. συλλογές) συγκέντρωση, συναγωγή, συλλογή.
Greek Monotonic
θησαύρισμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποταμιευθεί, θησαυρός, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θησαύρισμα: ατος τό1) (накопленные) вещи, имущество Soph., pl. Eur.;
2) ценность, сокровище: θ. Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. благоуханное сокровище Диониса, т. е. вино;
3) скопление, вместилище (κακῶν ταμεῖον καὶ θ. Democr. ap. Plut.).