ἴξαλος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴξᾰλος:''' -ον, επίθ., που αναφέρεται στο [[αγριοκάτσικο]] (βλ. [[αἴξ]])· αυτό που πηδά, ορμητικό, αυτό που σκιρτά, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἴξᾰλος:''' -ον, επίθ., που αναφέρεται στο [[αγριοκάτσικο]] (βλ. [[αἴξ]])· αυτό που πηδά, ορμητικό, αυτό που σκιρτά, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἴξᾰλος:''' скачущий, резвый ([[αἴξ]] Hom.; [[τράγος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 22:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴξᾰλος Medium diacritics: ἴξαλος Low diacritics: ίξαλος Capitals: ΙΞΑΛΟΣ
Transliteration A: íxalos Transliteration B: ixalos Transliteration C: iksalos Beta Code: i)/calos

English (LSJ)

ον, epith. of the Ibex,= τέλειος acc. to Ar.Byz. ap. Eust. 1625.33, or

   A bounding, springing (as Sch.Il., Hsch., etc.), or = τομίας (as Porph. ap. Sch.Il.), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Il.4.105, cf. AP6.32 (Agath.), 113 (Simm.), 9.99 (Leon.). (Perh. borrowed fr. Asia Minor.)

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ (nach VLL. entweder von ἀΐσσω, πηδητικός, od. von ἵξαι u. ἅλλεσθαι, richtiger wohl von ἵκω unmittelbar, wenn es nicht ein eigener Stamm ist), Beiwort der wilden Ziege, des Steinbocks, kletternd, τόξον ἐΰξοον ἰξάλο υ αἰγός Il. 4, 105, Schol. zu vgl.; ἴξαλος εὐπώγων αἰγὸς πόσις Leon. Tar. 61 (XI, 99); Ag. 29 (VI, 32).

Greek (Liddell-Scott)

ἴξᾰλος: -ον, ἐπίθ. τῆς ἀγρίας αἰγὸς (ἴδε ἐν λέξ. αἴξ), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Ἰλ. Δ. 105 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 32, 113., 9. 00· -ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πηδητικός, ὁρμητικός, καὶ κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἀΐσσω, ὡς εἰ ἦν ἀΐξαλος (πρβλ. αἴξ, αἰγός).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bondissant.
Étymologie: ἱκνέομαι.

English (Autenrieth)

doubtful word, spry, epith. of the wild goat, Il. 4.105†.

Greek Monolingual

-ο (Α ἴξαλος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ίξαλος
γένος σπονδυλωτών της οικογένειας ρανίδες
αρχ.
(επίθ. τών άγριων κατσικιών)
1. αυτός που πηδάει, ο ακμαίος, ο ζωηρόςτόξον ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», Ομ. Ιλ.)
2. ευνουχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μικρασιατικής προελεύσεως λ. άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. ιξαλή].

Greek Monotonic

ἴξᾰλος: -ον, επίθ., που αναφέρεται στο αγριοκάτσικο (βλ. αἴξ)· αυτό που πηδά, ορμητικό, αυτό που σκιρτά, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἴξᾰλος: скачущий, резвый (αἴξ Hom.; τράγος Anth.).