κα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(18)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />κα και κυπρ. τ. κας (Α)<br /><b>1.</b> συγκεκομμένος, βραχύτερος [[τύπος]] της πρόθεσης [[κατά]], ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται [[πριν]] από [[άρθρο]] που αρχίζει από <i>τ</i> («κα τὸν νόμον»)<br /><b>2.</b> [[επίσης]] εν συνθέσει, ως α' συνθετικό («[[καβαίνων]]» [[αντί]] <i>καταβαίνων</i>, «[[καββάλλω]]» [[αντί]] [[καταβάλλω]]).———————— <b>(II)</b><br />κα (Α)<br />δωρ. τ. του επικ., αιολ. και βοιωτ. τ. του δυνητικού και αοριστολογικού μορίου <i>κε</i>(<i>ν</i>), αττ. και αρκαδ. τ. <i>αν</i><br />συντάσσεται ως δυνητικό με ευκτ. και ως αοριστολογικό με υποτ. (α. «ὃς ὑμὲ κα πρίαιτο, φανερὰν ζημίαν» — ο [[οποίος]] θα σάς αγόραζε με φανερή [[ζημιά]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «αἰ κα δ' αἶγα λάβῃ [[τῆνος]]» — αν [[τυχόν]] [[εκείνος]] πάρει την [[αίγα]], <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κε</i>(<i>ν</i>)].———————— <b>(III)</b><br />κἀ (Α)<br />[[κράση]] του <i>καὶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἐ</i>, δηλ. της προθ. <i>ἐμ</i> (=<i>ἐν</i>) («[[πέπονθα]]... ἅττα κἀ πίσσῃ μῡς» — έχω πάθει όσα ο [[ποντικός]] [[μέσα]] σε [[πίσσα]], Ηρώνδ.).
|mltxt=<b>(I)</b><br />κα και κυπρ. τ. κας (Α)<br /><b>1.</b> συγκεκομμένος, βραχύτερος [[τύπος]] της πρόθεσης [[κατά]], ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται [[πριν]] από [[άρθρο]] που αρχίζει από <i>τ</i> («κα τὸν νόμον»)<br /><b>2.</b> [[επίσης]] εν συνθέσει, ως α' συνθετικό («[[καβαίνων]]» [[αντί]] <i>καταβαίνων</i>, «[[καββάλλω]]» [[αντί]] [[καταβάλλω]]).———————— <b>(II)</b><br />κα (Α)<br />δωρ. τ. του επικ., αιολ. και βοιωτ. τ. του δυνητικού και αοριστολογικού μορίου <i>κε</i>(<i>ν</i>), αττ. και αρκαδ. τ. <i>αν</i><br />συντάσσεται ως δυνητικό με ευκτ. και ως αοριστολογικό με υποτ. (α. «ὃς ὑμὲ κα πρίαιτο, φανερὰν ζημίαν» — ο [[οποίος]] θα σάς αγόραζε με φανερή [[ζημιά]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «αἰ κα δ' αἶγα λάβῃ [[τῆνος]]» — αν [[τυχόν]] [[εκείνος]] πάρει την [[αίγα]], <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κε</i>(<i>ν</i>)].———————— <b>(III)</b><br />κἀ (Α)<br />[[κράση]] του <i>καὶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἐ</i>, δηλ. της προθ. <i>ἐμ</i> (=<i>ἐν</i>) («[[πέπονθα]]... ἅττα κἀ πίσσῃ μῡς» — έχω πάθει όσα ο [[ποντικός]] [[μέσα]] σε [[πίσσα]], Ηρώνδ.).
}}
{{elru
|elrutext='''κᾱ:''' дор. = ион. κε(ν).
}}
}}

Revision as of 22:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾱ Medium diacritics: κα Low diacritics: κα Capitals: ΚΑ
Transliteration A: ka Transliteration B: ka Transliteration C: ka Beta Code: ka

English (LSJ)

Dor. for Ep., Aeol. κε (ν),= Att., Arc. ἄν, SIG9 (Olympia, vi B.C.), Epich.35,al., Leg.Gort.1.9, Foed.Delph.Pell.2A9, Ar.Ach. 737, 799, Lys.117, Th.5.77, Theoc.1.4. [Although long, the α is elided in Epich.170.12,al., SIG56.8 (Argos, v B.C.), Leg.Gort.1.1, etc.]
κᾰ, shortd. form of κατά used before the article,

   A κα τὸν νόμον IG5 (2).16 (Arcadia); κα τῶννυ ib.262; κα τοὺς νόμους SIG2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα SIG705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα . . τῇ βουλῇ Inscr.Magn.179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. καβαίνων, etc.    II Cypr.,= κάς, Inscr.Cypr.135.5 H., Schwyzer 683.8.

French (Bailly abrégé)

dor. c. κε.

Greek Monolingual

(I)
κα και κυπρ. τ. κας (Α)
1. συγκεκομμένος, βραχύτερος τύπος της πρόθεσης κατά, ο οποίος χρησιμοποιείται πριν από άρθρο που αρχίζει από τ («κα τὸν νόμον»)
2. επίσης εν συνθέσει, ως α' συνθετικό («καβαίνων» αντί καταβαίνων, «καββάλλω» αντί καταβάλλω).———————— (II)
κα (Α)
δωρ. τ. του επικ., αιολ. και βοιωτ. τ. του δυνητικού και αοριστολογικού μορίου κε(ν), αττ. και αρκαδ. τ. αν
συντάσσεται ως δυνητικό με ευκτ. και ως αοριστολογικό με υποτ. (α. «ὃς ὑμὲ κα πρίαιτο, φανερὰν ζημίαν» — ο οποίος θα σάς αγόραζε με φανερή ζημιά, Αριστοφ.
β. «αἰ κα δ' αἶγα λάβῃ τῆνος» — αν τυχόν εκείνος πάρει την αίγα, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κε(ν)].———————— (III)
κἀ (Α)
κράση του καὶ + , δηλ. της προθ. ἐμ (=ἐν) («πέπονθα... ἅττα κἀ πίσσῃ μῡς» — έχω πάθει όσα ο ποντικός μέσα σε πίσσα, Ηρώνδ.).

Russian (Dvoretsky)

κᾱ: дор. = ион. κε(ν).