ἱππιοχάρμης: Difference between revisions
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππιοχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πολεμά από [[άρμα]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], [[ιππέας]], [[αναβάτης]], [[καβαλάρης]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., <i>ἱππ. κλόνοι</i>, ο [[θόρυβος]] της συμπλοκής ιππέων, στον ίδ. | |lsmtext='''ἱππιοχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πολεμά από [[άρμα]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], [[ιππέας]], [[αναβάτης]], [[καβαλάρης]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., <i>ἱππ. κλόνοι</i>, ο [[θόρυβος]] της συμπλοκής ιππέων, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππιοχάρμης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> конный, кавалерийский: ἱππιοχάρμεις κλόνοι Aesch. шум (сумятица) конного сражения;<br /><b class="num">2)</b> сражающийся с боевой колесницы, конеборец (Τρώϊλος Hom.).<br />ου ὁ наездник, всадник, конный боец Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who fights from a chariot, 24.257, Od.11.259, Hes. Fr.7; later, horseman, rider, A.Pers.29 (anap.). II as Adj., ἱ. κλόνοι the tumult of the horse-fight, ib.105; cf. ἱπποχάρμης.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, Wagenkämpfer, Il. 24, 257 Od. 11, 259. – Reiter, Aesch. Pers. 29; auch κλόνος, 106.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππιοχάρμης: -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ τοῦ ἅρματος μαχόμενος, Ἰλ. Ω. 257, Ὀδ. Λ. 259, Ἡσ. Ἀποσπ. 23, 26 Göttl.· βραδύτερον ἀναβάτης ἵππου, ἱππεύς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 29. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἱππ. κλόνοι, ὁ θόρυβος τῆς συμπλοκῆς ἱππέων, αὐτόθι 106. Πρβλ. ἱπποχάρμης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui combat du haut d’un char;
2 qui combat à cheval;
3 adj. ἱππιοχάρμαι κλόνοι ESCHL tumulte d’un combat de chevaux.
Étymologie: ἵππιος, χάρμη.
English (Autenrieth)
(χάρμη): fighter from a chariot, Il. 24.257, Od. 11.259.
Greek Monolingual
ἱππιοχάρμης, ὁ (Α)
1. αυτός που μάχεται πάνω σε άρμα
2. αναβάτης ίππου, ιππέας
3. φρ. ως επίθ. «ἱππιοχάρμης κλόνος» — ο θόρυβος της συμπλοκής τών ιππέων (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + -χάρμης (< χάρμη «χαρά, ενθουσιασμός» < χαίρω), πρβλ. θρασυ-χάρμης, χαλκο-χάρμης].
Greek Monotonic
ἱππιοχάρμης: -ου, ὁ (χάρμη)·
I. αυτός που πολεμά από άρμα, σε Όμηρ.· έπειτα, ιππέας, αναβάτης, καβαλάρης, σε Αισχύλ.
II. ως επίθ., ἱππ. κλόνοι, ο θόρυβος της συμπλοκής ιππέων, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππιοχάρμης: ου adj. m
1) конный, кавалерийский: ἱππιοχάρμεις κλόνοι Aesch. шум (сумятица) конного сражения;
2) сражающийся с боевой колесницы, конеборец (Τρώϊλος Hom.).
ου ὁ наездник, всадник, конный боец Aesch.