καλλίτοξος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλίτοξος:''' ὁ, ἡ ([[τόξον]]), αυτός που έχει [[ωραίο]] [[τόξο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''καλλίτοξος:''' ὁ, ἡ ([[τόξον]]), αυτός που έχει [[ωραίο]] [[τόξο]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίτοξος:''' (ῐ) вооруженный отличным луком или отлично стреляющий (Μαινάλου [[κόρη]], sc. [[Ἀταλάντη]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 22:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτοξος Medium diacritics: καλλίτοξος Low diacritics: καλλίτοξος Capitals: ΚΑΛΛΙΤΟΞΟΣ
Transliteration A: kallítoxos Transliteration B: kallitoxos Transliteration C: kallitoksos Beta Code: kalli/tocos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A with beautiful bow, E.Ph. 1162.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönem Bogen, Eur. Phoen. 1168.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίτοξος: ὁ, ἡ, ἔχων ὡραῖον τόξον, Εὐρ. Φοίν. 1162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bel arc.
Étymologie: καλός, τόξον.

Greek Monolingual

καλλίτοξος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο τόξο.

Greek Monotonic

καλλίτοξος: ὁ, ἡ (τόξον), αυτός που έχει ωραίο τόξο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίτοξος: (ῐ) вооруженный отличным луком или отлично стреляющий (Μαινάλου κόρη, sc. Ἀταλάντη Eur.).