καλλίπαις: Difference between revisions
κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλίπαις:''' -παιδος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ωραία [[παιδιά]], αυτός που έχει την [[ευτυχία]] της απόκτησης ευγενικών, καλών παιδιών, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> όμορφος, [[ευγενικός]] [[απόγονος]], σε Ευρ.· βλ. [[καλλι]]-. | |lsmtext='''καλλίπαις:''' -παιδος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ωραία [[παιδιά]], αυτός που έχει την [[ευτυχία]] της απόκτησης ευγενικών, καλών παιδιών, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> όμορφος, [[ευγενικός]] [[απόγονος]], σε Ευρ.· βλ. [[καλλι]]-. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλίπαις:''' παιδος (λῐ) adj.<br /><b class="num">1)</b> имеющий прекрасных детей: κ. [[πότμος]] Aesch. счастье обладания прекрасными детьми; κ. [[στέφανος]] Eur. венец, т. е. круг прекрасных детей;<br /><b class="num">2)</b> перен. плодовитый (в речах) ([[Φαῖδρος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> прекрасный и юный: Νερτέρων κ. [[θεά]] Eur. = [[Περσεφόνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:26, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], παιδος, ὁ, ἡ,
A with beautiful children, blessed with fair children, Λητώ Trag.Adesp.178; κ. πότμος A.Ag.762 (lyr.); κ. στέφανος E.HF839: also in Prose, Pl.Phdr.261a, Arist. ap. Ael.VH1.14, Aristid.Or.17(15).20. II beautiful child, Περσέφασσα κ. θεά E.Or. 964 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1310] παιδος, mit schönen Kindern; οἴκων εὐθυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί Aesch. Ag. 740; καλλίπαις στέφανος, der Kranz schöner Kinder, Eur. Herc. Fur. 839; bei Plat. Phaedr. 261 a heißt Phädrus so, als Vater schöner Reden; – Νερτέρων καλλίπαις θεά, schönes Kind, Eur. Or. 962.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραῖα τέκνα, εἰ μή σε Λητὼ καλλίπαις ἐγίνατο Τραγ. παρὰ Γαλην. 11. 483· καλ. πότμος Αἰσχύλ. Ἀγ. 762· καλ. στέφανος = στέφανος τῶν παίδων, Εὐρ, Ἡρ. Μαιν. 839· ὡσαύτως παρὰ πεζολόγοις, Πλάτ. Φαῖδρ. 261Α, Ἀριστ. παρὰ Αἰλ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 1. 14, Ἀριστείδ. 1. 235. ΙΙ. ὡραῖον τέκνον, Εὐρ. Ὀρ. 964· καλλι-, ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
παιδος (ὁ, ἡ)
qui a de beaux enfants.
Étymologie: καλός, παῖς.
Greek Monolingual
καλλίπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραία παιδιά («καλλίπαις Λητώ»)
2. ωραίο παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -παις (< παῖς), πρβλ. αρρενό-παις, ελευθερό-παις].
Greek Monotonic
καλλίπαις: -παιδος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που έχει ωραία παιδιά, αυτός που έχει την ευτυχία της απόκτησης ευγενικών, καλών παιδιών, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. όμορφος, ευγενικός απόγονος, σε Ευρ.· βλ. καλλι-.
Russian (Dvoretsky)
καλλίπαις: παιδος (λῐ) adj.
1) имеющий прекрасных детей: κ. πότμος Aesch. счастье обладания прекрасными детьми; κ. στέφανος Eur. венец, т. е. круг прекрасных детей;
2) перен. плодовитый (в речах) (Φαῖδρος Plat.);
3) прекрасный и юный: Νερτέρων κ. θεά Eur. = Περσεφόνη.