κανθαρίς: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(6_12) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κανθαρίς''': -ίδος, ἡ, [[ὄνομα]] πολλῶν ἐντόμων, ἰδίως. 1) ἡ κανθαρὶς τοῦ ἐκδορίου, Cantharis vescatori. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3, κτλ. 2) κάνθαρός τις ἐπιβλαβὴς εἰς τὰ σιτηρά, κανθαρίδος σιτηβόρου Νικ. Ἀλεξιφ. 115· [[εἶδος]] μεγάλου κανθάρου παρὰ τὴν Αἴτνην, Πλάτ. κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 2· [[ἁπλῶς]] [[κάνθαρος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 1· [[ὡσαύτως]] εἰς καρπούς, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 22. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 326F. | |lstext='''κανθαρίς''': -ίδος, ἡ, [[ὄνομα]] πολλῶν ἐντόμων, ἰδίως. 1) ἡ κανθαρὶς τοῦ ἐκδορίου, Cantharis vescatori. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3, κτλ. 2) κάνθαρός τις ἐπιβλαβὴς εἰς τὰ σιτηρά, κανθαρίδος σιτηβόρου Νικ. Ἀλεξιφ. 115· [[εἶδος]] μεγάλου κανθάρου παρὰ τὴν Αἴτνην, Πλάτ. κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 2· [[ἁπλῶς]] [[κάνθαρος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 1· [[ὡσαύτως]] εἰς καρπούς, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 22. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 326F. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κανθᾰρίς:''' ίδος ἡ жук (предполож. навозный жук, по друг. - шпанская муха) Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a kind of
A beetle, prob. blister-beetle, Cantharis vesicatoria, Arist.HA531b25, 542a9; used in medicine, Hp.Nat.Mul.32, Plu.2.22a: pl., POxy.1088.14 (i A.D.); beetle hurtful to corn, Pl.Com.37, Thphr.HP8.10.1, Nic.Al.115; also to fruits, etc., Arist.HA552b1; so prob. in Gal.12.363. II a kind of fish, Numen. ap. Ath.7.326f.
German (Pape)
[Seite 1320] ίδος, ἡ, ein Käfer, – a) die spanische Fliege, Hippocr. u. sp. Medic. – b) ein dem Korne schädlicher Käfer, Plat. com. beim Schol. Ar. Pax 72, σιτηβόρος Nic. Al. 115; vgl. Arist. H. A. 4, 7. – c) ein Fisch, Ath. VII, 326 f.
Greek (Liddell-Scott)
κανθαρίς: -ίδος, ἡ, ὄνομα πολλῶν ἐντόμων, ἰδίως. 1) ἡ κανθαρὶς τοῦ ἐκδορίου, Cantharis vescatori. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3, κτλ. 2) κάνθαρός τις ἐπιβλαβὴς εἰς τὰ σιτηρά, κανθαρίδος σιτηβόρου Νικ. Ἀλεξιφ. 115· εἶδος μεγάλου κανθάρου παρὰ τὴν Αἴτνην, Πλάτ. κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 2· ἁπλῶς κάνθαρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 1· ὡσαύτως εἰς καρπούς, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 22. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 326F.
Russian (Dvoretsky)
κανθᾰρίς: ίδος ἡ жук (предполож. навозный жук, по друг. - шпанская муха) Arst., Plut.