καταμερίζω: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταμερίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[διανέμω]], [[κατανέμω]], [[μοιράζω]], σε Ξεν. | |lsmtext='''καταμερίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[διανέμω]], [[κατανέμω]], [[μοιράζω]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταμερίζω:''' делить, разделять, распределять (τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς Xen.; τι εἰς [[πολλά]] Luc.): εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον κ. Diod. разделять смерть на множество страданий, т. е. умирать медленной и мучительной смертью. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A cut in pieces, [τὸν Πλοῦτον] εἰς πολλά Luc.Tim.12; λίθους εἰς μεγέθη D.S.5.13: metaph., εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Id.3.40:—Pass., of flavours, to be resolved into components, Thphr.Od.65. 2 distribute, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη X.An.7.5.4; κ. εἰς λόχους, = καταλοχίζω, Ascl.Tact.2.1:— Med., ἕκαστόν τι εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Thphr.CP5.2.5.
German (Pape)
[Seite 1363] zertheilen, zerstückeln; εἰς πολλά Luc. Tim. 12; D. Sic. 3, 40; – vertheilen, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Xen. An. 7, 5, 4.
Greek (Liddell-Scott)
καταμερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κόπτω εἰς μέρη ἢ τεμάχια, τὸν Πλοῦτον εἰς πολλὰ Λουκ. Τίμ. 12˙ εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Διόδ. 3. 40. 2) διαμοιράζω, διανέμω, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Ξεν. Ἀν. 7. 5. 4. Μέσ., ἀμοιβαίως διανέμω, «μοιράζομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5˙ 2. 5.
French (Bailly abrégé)
f. att. καταμεριῶ;
1 partager : τι εἰς πολλά une chose en plusieurs parties;
2 répartir, distribuer : τί τισι qch à plusieurs personnes.
Étymologie: κατά, μερίζω.
Greek Monolingual
(AM καταμερίζω)
διαιρώ σε πολλά μικρά μέρη, διανέμω, διαμοιράζω
αρχ.
1. κομματιάζω
2. παθ. καταμερίζομαι
(για οσμές) διαλύομαι στα συστατικά μου.
Greek Monotonic
καταμερίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
1. κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, σε Λουκ.
2. διανέμω, κατανέμω, μοιράζω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καταμερίζω: делить, разделять, распределять (τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς Xen.; τι εἰς πολλά Luc.): εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον κ. Diod. разделять смерть на множество страданий, т. е. умирать медленной и мучительной смертью.