κατάξηρος: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(19) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κατάξερος]], -η, -ο (AM [[κατάξηρος]], -ον)<br />εντελώς [[ξηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μόνος]], [[χωρίς]] συγγενείς και φίλους, [[ολομόναχος]] («[[τώρα]] που έφυγαν τα [[παιδιά]] του έμεινε [[κατάξερος]] [[μέσα]] στο έρημο [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ναρκωμένος, [[αναίσθητος]], [[χωρίς]] [[σφρίγος]] («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ ἡμῶν [[κατάξηρος]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει [[επιθυμία]] ή ζήλο για [[κάτι]] («καταξήρους πρὸς τὴν τῆς παιδείας ἐπιμέλειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάξερα</i> (Α [[καταξήρως]])<br />εντελώς [[ξερά]], εντελώς [[στεγνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> με ασκητικό τρόπο («τῷ ἀσκητικῷ βίῳ [[καταξήρως]] προσέχοντες», Ιππόλ.). | |mltxt=και [[κατάξερος]], -η, -ο (AM [[κατάξηρος]], -ον)<br />εντελώς [[ξηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μόνος]], [[χωρίς]] συγγενείς και φίλους, [[ολομόναχος]] («[[τώρα]] που έφυγαν τα [[παιδιά]] του έμεινε [[κατάξερος]] [[μέσα]] στο έρημο [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ναρκωμένος, [[αναίσθητος]], [[χωρίς]] [[σφρίγος]] («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ ἡμῶν [[κατάξηρος]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει [[επιθυμία]] ή ζήλο για [[κάτι]] («καταξήρους πρὸς τὴν τῆς παιδείας ἐπιμέλειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάξερα</i> (Α [[καταξήρως]])<br />εντελώς [[ξερά]], εντελώς [[στεγνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> με ασκητικό τρόπο («τῷ ἀσκητικῷ βίῳ [[καταξήρως]] προσέχοντες», Ιππόλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάξηρος:''' <b class="num">1)</b> высохший, пересохший (ἡ [[γλῶττα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> изнуренный, изнемогший (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:39, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A very dry, parched, γλῶσσαι Hp.Prorrh.1.3, cf. Arist.de An.422b5, Thphr.CP6.18.3, etc.; τὸ κ. τῆς βώλου Alciphr.3.35: metaph., ψυχὴ κ. LXXNu.11.6; τὸ κ. τῆς ἐπιθυμίας Alciphr.1.22; of persons, κ. γινομένους πρός τι ἀπαγορεύειν stale, Plu.2.8c. Adv. -ρως, πυρέσσειν Antyll. ap. Orib.9.23.6.
German (Pape)
[Seite 1367] sehr trocken, dürr, Arist. de anim. 2, 10 u. Sp., auch übertr., τὸ κατάξηρον τῆς ἐπιθυμίας Alciphr. 1, 22.
Greek (Liddell-Scott)
κατάξηρος: -ον, λίαν ξηρός, κατεξηραμμένος, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 3, κλ.· τὸ κατάξηρον τῆς ἐπιθυμίας, ἡ διάπυρος, ἡ φλεγμαίνουσα, Ἀλκίφρων 1. 22., 3. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait sec, entièrement desséché.
Étymologie: κατά, ξηρός.
Greek Monolingual
και κατάξερος, -η, -ο (AM κατάξηρος, -ον)
εντελώς ξηρός
νεοελλ.
μτφ. μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους, ολομόναχος («τώρα που έφυγαν τα παιδιά του έμεινε κατάξερος μέσα στο έρημο σπίτι»)
αρχ.
1. ναρκωμένος, αναίσθητος, χωρίς σφρίγος («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ ἡμῶν κατάξηρος», ΠΔ)
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει επιθυμία ή ζήλο για κάτι («καταξήρους πρὸς τὴν τῆς παιδείας ἐπιμέλειαν», Πλούτ.)
επίρρ...
κατάξερα (Α καταξήρως)
εντελώς ξερά, εντελώς στεγνά
αρχ.
μτφ. με ασκητικό τρόπο («τῷ ἀσκητικῷ βίῳ καταξήρως προσέχοντες», Ιππόλ.).
Russian (Dvoretsky)
κατάξηρος: 1) высохший, пересохший (ἡ γλῶττα Arst.);
2) изнуренный, изнемогший (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.).