καταξιόω: Difference between revisions
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταξιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θεωρώ]] άξιο [[τιμής]], σε Πλάτ. — Μέσ., [[υπολήπτομαι]], [[τιμώ]] στον [[μέγιστο]] βαθμό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>πολλὰ χαίρειν ξυμφορᾶς καταξιῶ</i>, [[αποχαιρετώ]] με [[χαρά]] τις συμφορές, στον ίδ.· <i>σύτοι κατηξίωσας</i>, εσύ το θέλησες, σε Σοφ. | |lsmtext='''καταξιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θεωρώ]] άξιο [[τιμής]], σε Πλάτ. — Μέσ., [[υπολήπτομαι]], [[τιμώ]] στον [[μέγιστο]] βαθμό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>πολλὰ χαίρειν ξυμφορᾶς καταξιῶ</i>, [[αποχαιρετώ]] με [[χαρά]] τις συμφορές, στον ίδ.· <i>σύτοι κατηξίωσας</i>, εσύ το θέλησες, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταξιόω:''' <b class="num">1)</b> удостаивать, считать достойным (τινα μετέχειν τινός Dem. и τινά τινος Polyb., Diod.): μηδενὶ κ., sc. τι Plat. никому не приписывать какой-л. чести; pass. удостаиваться, быть или считаться достойным (πίστεως Plut.; καταξιωθέντες [[τυχεῖν]] τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> med. удостаивать своих милостей, благоволить (sc. Πολυνείκη Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> чтить, уважать (τινα Polyb.); pass. быть уважаемым ([[ἔργον]] ἐπιφανὲς καὶ κατηξιωμένον Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> считать правильным, желать: σύ τοι κατηξίωσας Soph. ты сам себе желал (этого); πολλὰ χαίρειν συμφοραῖς καταξιῶ Aesch. нужно, по-моему, забыть о (минувших) бедствиях. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A deem worthy, c. acc. et inf., D.59.111; hold in honour, Plb.4.86.8: c. gen. rei, deem worthy of a thing, τάξεως τὸν κίνδυνον Id.1.23.3; τινὰ μεγάλης ἀποδοχῆς D.S.2.60:—Med., οὔτε νιν . . Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο did not regard and hold in high esteem, A.Th.667:—Pass., to be held worthy, πρεσβείας Plb.12.10.8, cf. Iamb.VP36.265; ἔργον ἐπιφανὲς καὶ κατηξιωμένον Plb.5.83.4. II command, bid, πολλὰ Χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ A.Ag.572; σύ τοι κατηξίωσας thou didst decree it so, S.Ph.1095 (lyr.). III deign, vouchsafe, c. inf., Luc. Ind.3, Jul.Ep.204, PLond.2.232.14 (iv A.D.), POxy.1214 (v A.D.), etc. IV in bad sense, τῶν ἐν μέρους εἴδει πεφυκότων μηδενὶ καταξιώσωμεν let us not degrade it by likening it to... Pl.Ti.30c. V in argument, claim, maintain, Phld.Sign.30, al.:—Med., c. inf., Id.Rh.1.32S.
German (Pape)
[Seite 1367] für würdig halten, würdigen; κατηξιοῦτε ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Dem. 59, 111; τάξεως Pol. 1, 23, 3; N. T.; von Thom. Mag. verworfen; übh. = in Ehren halten, Pol. 4, 86, 8. – Das med. hat Aesch. Spt. 649, Δίκη προσεῖπε καὶ κατηξιώσατο, hat ihn ihrer gewürdigt. – Wie das simplex, befehlen, bestimmen, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Aesch. Ag. 588, Soph. Phil. 1084 σύ τοι κατηξίωσας, du hast das Leid dir selbst bestimmt, zugezogen.
Greek (Liddell-Scott)
καταξιόω: θεωρῶ ἄξιον τιμῆς, ἀξιῶ, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Τίμ. 30C· κ. ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Δημ. 1383. 11· μετὰ γεν. πράγμ., θεωρῶ ἄξιον πράγματός τινος, τιμῶ, Πολύβ. 1. 23, 3· τινὰ πρεσβείας κ. 12. 11, 8.- «οἱ δὲ οὐ καταξιοῦντες τὸν Τίμαρχον διὰ τὸ συνειδέναι, τίς ἦν οὐ προσεδέξαντο» Σουΐδ. - Μέσ., οὔτε νιν… Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο, δὲν ηὐνόησε, δὲν ἐξετίμησε πολὺ (οὐδὲ προσιδεῖν κατηξιώσατο) Αἰσχύλ. Θήβ. 667.- Παθ., ἔργον ἐμφανὲς καὶ κατηξιωμένον Πολύβ. 5. 83, 4. ΙΙ. ὡς τὸ κελεύω ἢ λέγω, Λατ. jubeo valere, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 572· σύ τοι κατηξίωσας, σὺ τὸ ἠθέλησας, (ἐπὶ κακῆς σημασ.), Σοφ. Φ. 1095.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. juger digne;
II. juger à propos, d’où
1 déclarer;
2 décider, ordonner, vouloir;
Moy. καταξιόομαι-οῦμαι juger digne de faveur.
Étymologie: κατάξιος.
English (Strong)
from κατά and ἀξιόω; to deem entirely deserving: (ac-)count worthy.
English (Thayer)
καταξιω: 1st aorist passive κατηξιωθην; to account worthy, judge worthy: τινα τίνος, one of a thing, Polybius 1,23, 3, etc.; Diodorus 2,60; Josephus, Antiquities 15,3, 8); followed by an infinitive, T Tr text WH κατισχύσητε); Demosthenes 1383,11 (cf. Plato, Tim. 30c.)).
Greek Monotonic
καταξιόω: μέλ. -ώσω,
I. θεωρώ άξιο τιμής, σε Πλάτ. — Μέσ., υπολήπτομαι, τιμώ στον μέγιστο βαθμό, σε Αισχύλ.
II. πολλὰ χαίρειν ξυμφορᾶς καταξιῶ, αποχαιρετώ με χαρά τις συμφορές, στον ίδ.· σύτοι κατηξίωσας, εσύ το θέλησες, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
καταξιόω: 1) удостаивать, считать достойным (τινα μετέχειν τινός Dem. и τινά τινος Polyb., Diod.): μηδενὶ κ., sc. τι Plat. никому не приписывать какой-л. чести; pass. удостаиваться, быть или считаться достойным (πίστεως Plut.; καταξιωθέντες τυχεῖν τινος NT);
2) med. удостаивать своих милостей, благоволить (sc. Πολυνείκη Aesch.);
3) чтить, уважать (τινα Polyb.); pass. быть уважаемым (ἔργον ἐπιφανὲς καὶ κατηξιωμένον Polyb.);
4) считать правильным, желать: σύ τοι κατηξίωσας Soph. ты сам себе желал (этого); πολλὰ χαίρειν συμφοραῖς καταξιῶ Aesch. нужно, по-моему, забыть о (минувших) бедствиях.