καταστερίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(19)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[καταστερίζω]]) [[κατάστερος]]<br />[[τοποθετώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μεταξύ]] τών αστέρων, [[κατατάσσω]] σε αστερισμό («ὁ [[Κρόνος]] πάντας κατηστέρησε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορίζω]], [[σημειώνω]] κάποιον αστερισμό<br /><b>2.</b> [[στολίζω]] με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.).
|mltxt=(Α [[καταστερίζω]]) [[κατάστερος]]<br />[[τοποθετώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μεταξύ]] τών αστέρων, [[κατατάσσω]] σε αστερισμό («ὁ [[Κρόνος]] πάντας κατηστέρησε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορίζω]], [[σημειώνω]] κάποιον αστερισμό<br /><b>2.</b> [[στολίζω]] με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.).
}}
{{elru
|elrutext='''καταστερίζω:''' помещать среди звезд (τινὰ ἐν οὐρανῷ Diod.; ἐν τιμῇ κατηστερισμένος Plut.).
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1381] unter die Sterne versetzen, Schol. Il. 18, 486. 22, 29; ἐν οὐρανῷ D. Sic. 4, 61; αἱ νῦν ἐν οὐρανῷ κατηστερίσθαι λεγόμεναι D. Hal. 1, 61. – Mit Sternen schmücken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταστερίζω: μέλλ. -ίσω, κατατάσσω μεταξὺ τῶν ἄστρων, ἐν οὐρανῷ κ. τινὰ Διόδ. 4, 61· ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρισε Πλούτ. 2. 308Α· καὶ Παθ., θυγατέρες ἑπτὰ αἱ νῦν κατηστερίσθαι λεγόμεναι Διον. Ἁλ. 1. 61. ΙΙ. κοσμῶ δι’ ἀστέρων, τὴν σφαῖραν Πρόκλ.― Παθ., κατηστερισμένον ποτήριον Ἀθήν. 489Ε.

French (Bailly abrégé)

placer parmi les astres.
Étymologie: κατά, ἀστερίζω.

Greek Monolingual

καταστερίζω) κατάστερος
τοποθετώ κάποιον ή κάτι μεταξύ τών αστέρων, κατατάσσω σε αστερισμό («ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρησε», Πλούτ.)
αρχ.
1. ορίζω, σημειώνω κάποιον αστερισμό
2. στολίζω με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.).

Russian (Dvoretsky)

καταστερίζω: помещать среди звезд (τινὰ ἐν οὐρανῷ Diod.; ἐν τιμῇ κατηστερισμένος Plut.).