κατερητύω: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατερητύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[κρατώ]] [[πίσω]], [[αναχαιτίζω]], σε Όμηρ., Σοφ. | |lsmtext='''κατερητύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[κρατώ]] [[πίσω]], [[αναχαιτίζω]], σε Όμηρ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατερητύω:''' удерживать (ἐν μεγάροισιν, sc. τινά Hom.); останавливать: φωνῇ κατερήτυε φώνησέν τε Hom. он голосом остановил (меня), т. е. обратился ко мне и сказал; [[ἥκω]] κατερητύσων ὁδὸν ἡν στέλλει Soph. я прихожу, чтобы удержать тебя от задуманного пути. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. -ύσω [ῡ] S.Ph.1416 (anap.):—
A hold back, detain, κατερήτυον ἐν μεγάροισι Il.9.465, Od.9.31; φωνῇ . . κατερήτυε 19.545; κατερητύσων ὁδόν S.l.c.; κ. αὐδήν, θυμόν, Orph.A.1170, 1177.
German (Pape)
[Seite 1397] fest-, zurückhalten; Il. 9, 465 Od. 9, 33; Soph. Phil. 1402 κατερητύσων ὁδόν, verhindern; θυμόν Orph. Arg. 1175.
Greek (Liddell-Scott)
κατερητύω: μέλλ. -ύσω ῡ˙- κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, λισσόμενοι κατερήτυον ἐν μεγάροισι Ἰλ. Ι. 465, Ὀδ. Ι. 31˙ φωνῇ… κατερήτυε Τ. 545˙ κατερητύσων ὁδὸν ἣν στέλλει Σοφ. Φιλ. 1416˙ κ. αὐδήν, θυμὸν Ὀρφ. Ἀργ. 1175, 1182, πρβλ. ἐρύκω καὶ κατερύκω.
French (Bailly abrégé)
retenir, arrêter.
Étymologie: κατά, ἐρητύω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κατερητύω (Α)
κρατώ, κατακρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον ή κάτι («κατερητύσων θ' ὁδὸν ἣ ν στέλλει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρητύω «εμποδίζω, αναχαιτίζω»].
Greek Monotonic
κατερητύω: μέλ. -ύσω [ῡ], κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, σε Όμηρ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κατερητύω: удерживать (ἐν μεγάροισιν, sc. τινά Hom.); останавливать: φωνῇ κατερήτυε φώνησέν τε Hom. он голосом остановил (меня), т. е. обратился ко мне и сказал; ἥκω κατερητύσων ὁδὸν ἡν στέλλει Soph. я прихожу, чтобы удержать тебя от задуманного пути.