κιρρός: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(20) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κιρρός]], -ά, -όν, θηλ. ποιητ. τ. [[κιρράς]], -[[άδος]]) (Α) [[κιτρινωπός]], [[υπόξανθος]] («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς [[οἶνος]] καὶ [[γλυκύς]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό <i>ρ</i> ερμηνεύεται [[είτε]] ως [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] [[είτε]] ως [[προϊόν]] αναλογίας [[κατά]] το [[πυρρός]]. Η [[σύνδεση]] με λιθουαν. <i>šiřmas</i>, <i>šiřvas</i> «[[γκρι]], [[γκρι]]-[[μπλε]]» προσκρούει σε σημασιολογικές και μορφολογικές διαφορές. Εξίσου αμφίβολη [[είναι]] και η [[σύνδεση]] με μέσ. ιρλδ. <i>ciar</i> «[[φαιός]]» και ρωσ. <i>s</i><i>ě</i><i>ryj</i> «[[γκρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κιρρίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κιρράζω]], [[κιρρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κιρροειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρροκοιλάδιον]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>έγκιρρος</i>, [[υπόκιρρος]]]. | |mltxt=[[κιρρός]], -ά, -όν, θηλ. ποιητ. τ. [[κιρράς]], -[[άδος]]) (Α) [[κιτρινωπός]], [[υπόξανθος]] («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς [[οἶνος]] καὶ [[γλυκύς]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό <i>ρ</i> ερμηνεύεται [[είτε]] ως [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] [[είτε]] ως [[προϊόν]] αναλογίας [[κατά]] το [[πυρρός]]. Η [[σύνδεση]] με λιθουαν. <i>šiřmas</i>, <i>šiřvas</i> «[[γκρι]], [[γκρι]]-[[μπλε]]» προσκρούει σε σημασιολογικές και μορφολογικές διαφορές. Εξίσου αμφίβολη [[είναι]] και η [[σύνδεση]] με μέσ. ιρλδ. <i>ciar</i> «[[φαιός]]» και ρωσ. <i>s</i><i>ě</i><i>ryj</i> «[[γκρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κιρρίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κιρράζω]], [[κιρρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κιρροειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρροκοιλάδιον]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>έγκιρρος</i>, [[υπόκιρρος]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κιρρός:''' лимонно-желтый или янтарного цвета ([[ἱμάτιον]] Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ά, όν,
A orange-tawny, between πυρρός and ξανθός, οἶνος Hp. Acut.52, cf. Arist.Fr.307, Mnesith. ap. Ath.1.32d, Nic.Al.44; τροχίσκος ὁ κ. Antyll. ap. Orib.10.24.10.
Greek (Liddell-Scott)
κιρρός: -ά, -όν, κιτρινωπὸς μεταξὺ τοῦ πυρρὸς καὶ ξανθός, οἶνος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 32D, Νικ. Ἀλεξιφ. 44.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
orange, fauve (entre πυρρός et ξανθός).
Étymologie: DELG pas d’étym. sûre.
Spanish
Greek Monolingual
κιρρός, -ά, -όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, -άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η σύνδεση με λιθουαν. šiřmas, šiřvas «γκρι, γκρι-μπλε» προσκρούει σε σημασιολογικές και μορφολογικές διαφορές. Εξίσου αμφίβολη είναι και η σύνδεση με μέσ. ιρλδ. ciar «φαιός» και ρωσ. sěryj «γκρι».
ΠΑΡ. αρχ. κιρρίς
μσν.
κιρράζω, κιρρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κιρροειδής
αρχ.
κιρροκοιλάδιον. (Β' συνθετικό) αρχ. έγκιρρος, υπόκιρρος].
Russian (Dvoretsky)
κιρρός: лимонно-желтый или янтарного цвета (ἱμάτιον Sext.).