κινύσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(nl)
(3)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κινύσσομαι [κινέω] twijfelen.
|elnltext=κινύσσομαι [κινέω] twijfelen.
}}
{{elru
|elrutext='''κῑνύσσομαι:''' (только impf.) колебаться Aesch.
}}
}}

Revision as of 23:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνύσσομαι Medium diacritics: κινύσσομαι Low diacritics: κινύσσομαι Capitals: ΚΙΝΥΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: kinýssomai Transliteration B: kinyssomai Transliteration C: kinyssomai Beta Code: kinu/ssomai

English (LSJ)

Pass.,

   A = κινέομαι, waver, sway backwards and forwards, A.Ch.196.

German (Pape)

[Seite 1441] = κινέομαι, hin u. her schwanken; ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ 'κινυσσόμην Aesch. Ch. 196, daß ich nicht vom Zweifel hin u. her getrieben würde; Hesych. hat κηνυσσόμην, εἴδωλον ἐγενόμην, vgl. κίνυγμα.

Greek (Liddell-Scott)

κῐνύσσομαι: παθ. = κινέομαι, κινοῦμαι ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, Αἰσχύλ. Χο. 196· πρβλ. κίνυγμα.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. Pass. ἐκινυσσόμην;
être agité, ballotté.
Étymologie: κινέω.

Greek Monolingual

κινύσσομαι (Α)
κινούμαι, ταλαντεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινυ- (πρβλ. κίνυμαι) + εκφραστικό επίθημα -σσομαι].

Greek Monotonic

κῑνύσσομαι: Παθ., κινέομαι, κινούμαι μπρος και πίσω, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινύσσομαι [κινέω] twijfelen.

Russian (Dvoretsky)

κῑνύσσομαι: (только impf.) колебаться Aesch.